γεωγραφική ποικιλία / διάλεκτος [geographical variety/ dialect]

γεωγραφική ποικιλία / διάλεκτος [geographical variety/ dialect]

Η γλωσσική ποικιλία που συνδέεται με συγκεκριμένο τόπο και διακρίνεται από την κοινή βάσει γεωγραφικών παραλλαγών που αφορούν όλα τα γλωσσικά επίπεδα (φωνητική, μορφολογία, λεξιλόγιο, σύνταξη)∙ π.χ. η κρητική, η τσακωνική, η χιακή κλπ είναι γεωγραφικές ποικιλίες της νέας ελληνικής. Οι ζώνες των τοπικών διαλέκτων προσδιορίζονται με κριτήρια φωνητικά, μορφολογικά, λεξιλογικά και συντακτικά, και με τη βοήθεια των ισογλώσσων , τα οποία καταγράφουν χαρακτηριστικά που οριοθετούν γεωγραφικά τις διαλέκτους ή διαλεκτικές ενότητες και χαρτογραφούνται σε γλωσσικούς άτλαντες .

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)