ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Η Ελληνική γλώσσα από τον 12ο εως τον 17ο αιώνα: Πηγές και εξέλιξη 

Michel Lassithiotakis (2007) 

Μια νέα πηγή δάνειων λέξεων είναι τώρα τα τουρκικά. Η ελληνική γλώσσα της παλαιάς Ελλάδος και της Μικράς Ασίας αυτή την περίοδο γέμισε από τουρκικές λέξεις, που αντιπροσωπεύουν κυρίως πολιτικούς, κοινωνικούς και θρησκευτικούς όρους, αλλά και λέξεις, στη Μικρά Ασία ιδιαίτερα, όπου ο ελληνόφωνος πληθυσμός ήταν δίγλωσσος. Οι λέξεις αυτές αναφέρονται σχεδόν σε όλα τα λεξιλογικά πεδία. Οι τουρκικές δάνειες λέξεις στην κοινή δημοτική είναι σχεδόν αποκλειστικά ουσιαστικά, που παίρνουν τη θέση τους στο ελληνικό γραμματικό πλαίσιο ως ουδέτερα σε -ι ή -ες, αν είναι άψυχα, ή ως αρσενικά σε -ας ή -ης, αν είναι έμψυχα. Τα ιδιώματα της Μικράς Ασίας, που βρέθηκαν σε στενώτερη και πιο μακρόχρονη επαφή με την τουρκική επίδραση, έχουν όχι μόνο περισσότερες από την κοινή δημοτική τουρκικές δάνειες λέξεις, αλλά δανείζονται και τουρκικά ρήματα, που τα προσαρμόζουν ανάλογα στην ελληνική τυπολογία.

Ακολουθεί ένας κατάλογος από τουρκικές δάνειες λέξεις, που είναι σε χρήση ακόμα και σήμερα, παρ' όλο που οι περιστάσεις για τη χρησιμοποίησή τους στενεύουν ολοένα και περισσότερο. Οι λέξεις αυτές μας δίνουν μιαν ιδέα για τις κοινότερες σημασιολογικές σφαίρες που καλύπτουν.

Σπίτι και νοικοκυριό

  • κονάκι
  • σεντούκι
  • σοφράς
  • φιτίλι
  • τουλούμι
  • τέντζερες

Φαΐ και πιοτό

  • γιαχνί
  • καπαμάς
  • καφές
  • ναργιλές
  • χαλβάς
  • πιλάφι
  • γιαούρτη

Ρούχα και ατομικά είδη

  • φέσι
  • γελέκι
  • γιακάς
  • παπούτσια

Στρατός και διοίκηση

  • μπαρούτη
  • γιαταγάνι
  • παράς
  • χατζής
  • τουφέκι

Άνθρωπος και οικογένεια

  • μπόι
  • νάζι
  • κέφι
  • λεβέντης
  • αφέντης

Τέχνες και επαγγέλματα

  • γλέντι
  • τέλι
  • αμανές
  • λαβούτο

Από τον κατάλογο αυτό λείπουν οι αγροτικοί και ποιμενικοί όροι, τα ονόματα φυτών, γενικοί γεωγραφικοί και τοπογραφικοί όροι και οι λέξεις για αφηρημένες ιδέες. Ο λόγος ίσως είναι πως η τουρκική επίδραση εξασκήθηκε κυρίως στις πόλεις και όχι στα χωριά, όπως έγινε με τη σλαβική επίδραση, ή στα ορεινά βοσκοτόπια, όπως έγινε με την επίδραση των Βλάχων.

Τα πρώτα τουρκικά δάνεια στην Ελληνική εντοπίζονται στα έργα των Ελλήνων ιστορικών της Άλωσης και κυρίως αφορούν τα κύρια ονόματα (ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια) και ελάχιστα το κοινό λεξιλόγιο. Με την κάθαρση του νεοελληνικού λεξιλογίου από τις τουρκικές και ιταλικές λέξεις, που επιχειρήθηκε με επιτυχία από την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου και εφεξής (1830 εξ.), το άλλοτε έντονο τουρκικό λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής έχει περιοριστεί σήμερα: α. στην ορολογία της μαγειρικής (κεφτέδες, ντολμαδάκια, ιμάμ-μπαϊλντί, κα(ν)ταϊφι), […] β. στην ορολογία του ανατολικού γενικά πολιτισμού (τζαμί, δερβίσης, ναργκιλές, μιντέρι) και γ. στο ποιητικό λεξιλόγιο (ρουμάνι, ντορής, κρεμεζί, κιοτής). Απόδειξη της πάλαι ποτέ ισχυρής τουρκικής επίδρασης είναι η μεγάλη εκφραστική δύναμη που περικλείουν ορισμένες τουρκικές λέξεις, που στην καθημερινή, απρόσκοπτη ομιλία προτιμώνται από τις αντιπάλους τους ελληνικής προέλευσης: εργένης (άγαμος), ρουσφέτι (δωροδοκία), τεμπέλης (οκνός, οκνηρός), ζόρι (βία), κλπ. Από τα τουρκικά επιθήματα της Νέας Ελληνικής παραγωγικά είναι τα -λής/-λίκι (μουστακαλής, υπουργηλίκι), το -τζής/-τσής (φορτηγατζής, παοκτσής) και το δηλωτικό χρωμάτων -ί (μενεξεδί, κεραμιδί). Εντονότατη ήταν η τουρκική γλωσσική επίδραση και ασφαλώς δικαιολογημένη στις περιφερειακές διαλέκτους, την Ποντιακή και την Καππαδοκική, όπου εισέφρησαν τουρκισμοί σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα. Ακόμη οι ελληνόφωνοι κάποτε πληθυσμοί ορισμένων μικρασιατικών περιοχών, όπως λ.χ. της Καισάρειας, του Ικονίου, κλπ., εκτουρκίστηκαν πλήρως γλωσσικά, δεν έχασαν όμως τη χριστιανική τους πίστη. Για χάρη των ελληνικών αυτών πληθυσμών εκδόθηκαν από τον 16ο αι. και εξής εκατοντάδες βιβλίων θρησκευτικού κυρίως περιεχομένου σε Τουρκική γλώσσα, αλλά με ελληνικό αλφάβητο, που αποτελούν σήμερα τη βάση για τη μελέτη της λεγόμενης «καραμανλίδικης φιλολογίας».

Aς σταθούμε στην σχέση Ελλήνων και Tούρκων, κλειδί για την κατανόηση των Bαλκανίων. Παραδείγματος χάριν: μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, πήρε πάνω από μισό αιώνα μέχρι να πολιτογραφηθεί το Bυζάντιο στην επίσημη εθνική ιστορία. Aδιάλειπτα, όμως, και εις πείσμα των επισήμων λαθροχειριών, επέζησε το «ανεπίσημο» Bυζάντιο των παρ' ολίγον Eλλήνων Pωμιών: και κοντά στο Βυζάντιο επέζησε, μεταξύ άλλων, και η Kόκκινη Mηλιά, που όμως αρχικά είχε ξεφυτρώσει ως τουρκικό ορόσημο. Aυτό είναι ένα παράδειγμα δανεισμού. Παράδειγμα κλοπής: ο Kαραγκιόζης. Ποιος θα έλεγε ωστόσο σήμερα ότι είτε η Kόκκινη Mηλιά -το όριο της Μεγάλης Ιδέας- είτε ο Kαραγκιόζης -με τις εκ του προχείρου κατασκευασμένες αρχαιοελληνικές περγαμηνές- δεν είναι ακραιφνώς ελληνική περιουσία; H γκάμα που καλύπτουν τέτοιου είδους παραδείγματα είναι τεράστια. Ένας ΄Ελληνας, π.χ., μπορεί να θεωρεί ότι διαφοροποιείται από έναν Δυτικό με τον τρόπο που κουνάει το κεφάλι του όταν λέει όχι. Και όμως, παρά τις κατά τα άλλα πολλές και ενδιαφέρουσες διαφορές στην γλώσσα του σώματος, αυτός είναι ο τουρκικός τρόπος, που τους Σέρβους, π.χ., δεν τους συγκίνησε.

Το πρόβλημα είναι: ποιος αποφασίζει; Πώς μπορούμε να ορίσουμε το έθνος ως υποκείμενο, υπό συνθήκες κατά τις οποίες τα όρια με τα διπλανά του έθνη είναι εν πολλοίς αδιευκρίνιστα; Όπως είναι φυσικό, στο ζήτημα της γλώσσας τα παραδείγματα πληθαίνουν, και χάνονται ακόμα βαθύτερα στα άδυτα των ενδιαφερομένων λαών. Θα αρκεστώ εδώ σε δυο κατηγορίες «επιδράσεων», που υπονομεύουν, ακριβώς, τις έννοιες «ισχυρός» και «ασθενής». H πρώτη, σχετικά απλή. H ελληνική γλώσσα λειτουργεί ενίοτε ως παράθυρο της τουρκικής προς το «δυτικό» ιδίωμα. Eίναι εντυπωσιακή (ιδίως αν συγκριθεί με τις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες) η ομοιότητα κατά την αυτούσια σχεδόν μεταφορά ξένων λέξεων (κατά κανόνα γαλλικών) που αναφέρονται στα πολλά πρωτόγνωρα κατα τα τέλη του 19ου αιώνα αλλά και μέχρι πρόσφατα στον 20ό, δυτικής προελεύσεως πράγματα ή τρόπους. Το ασανσέρ, το καλοριφέρ, το τρένο, το μπουζί, το παπιγιόν, το μακιγιάζ, το μανικιούρ, το σινεμά, το ταμπλώ, και πολλά άλλα, έχουν τα ακριβή τους αντίστοιχα στα τουρκικά. Για το ότι αυτή η σύμπτωση δεν είναι αυτονόητη, αρκεί να συγκρίνει κανείς τους Σέρβους (την οικειότερη σε μένα βαλκανική περίπτωση), οι οποίοι για τις ίδιες ανάγκες καταφεύγουν είτε στην δική τους γλώσσα είτε στα γερμανικά. Bέβαια παρόλο που τα σχετικά παραδείγματα είναι πολύ περισσότερα από όσα αναφέρω εδώ, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν έναν όγκο ικανό να οδηγήσει αυτοτελώς σε συμπεράσματα για την σχέση μεταξύ των δύο γλωσσών, ή των δύο λαών. Ως λεπτομέρεια όμως ενός όλου έχουν το ενδιαφέρον τους. Αυτe το όλον θα ήταν η διαδικασία της διείσδυσης και εγκατάστασης της Δύσης στα Βαλκάνια, διαδικασία κατά την οποία οι Έλληνες δίνουν συχνά την εντύπωση ότι επιλέγουν για λογαριασμό όλων, ως ηγεμονικc εθνότητα.

Σαφώς περιπλοκότερη είναι η δεύτερη κατηγορία παραδειγμάτων, στην οποία θa επιμείνω περισσότερο. Πρόκειται για τον μαζικό δανεισμό, εκ μέρους της ελληνικής γλώσσας, τουρκικών λέξεων που εν συνεχεία υποβάλλονται σε έναν ανηλεή βιασμό της σημασίας τους. Χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση, επειδή ήταν η πρώτη μου αντίδραση όταν πρωτοπρόσεξα το πράγμα - καί ας είναι αδόκιμη και ανεπίτρεπτη, ιδίως σε αυστηρά γλωσσολογικά συμφραζόμενα. Η μετατροπή της σημασίας μιςς λέξης κατά το πέρασμά της από την μια γλώσσα στην άλλη είναι κάτι το αναμενόμενο, και πολύ σύνηθες. Την καταγράφει κανείς και δεν προβαίνει σεb αξιολογικές κρίσεις. Στην περίπτωση όμως των ëλληνικών δανείων από τα τουρκικά η μετατροπή γίνεται σχεδόν εκ συστήματος προς μιασυγκεκριμένη κατεύθυνση: προς την διακωμώδηση ή απαξίωση τής αρχικής σημασίας. Σαν να ενσωματώνεται στον δανεισμό ένα σχόλιο. Eίναι αυτό αντίσταση; πείσμα; εκδίκηση; Tο φαινόμενο απαντά τόσο συχνά, ώστε να περιπίπτει κανείς στον πειρασμό να αναζητήσει κίνητρο, δόλο, ξέσπασμα, όπως σε οιαδήποτε ατομική πράξη βίας.

Το φαινόμενο, επιπλέον, ως ευδιάκριτη τάση τουλάχιστον, απαντά μόνο στις σχέσεις των τουρκικών με τα ελληνικά, υπερβαίνοντας την απλή «υφολογική έκπτωση» [stylistic lowering] με την οποία έχουν συνδεθεί οι τουρκισμοί στις βαλκανικές γλώσσες. Όλοι οιî βαλκανικοί λαοί εξετέθησαν στην τουρκική επίδραση, και τα βαθιά και εκτεταμένα της ή η τσέπη, τους γοήτευσαν όλους. Από εκεί και πέρα όμως, όπως ήταν φυσικό, η καθεμιά γλώσσα έκανε τις επιλογές της. Ας πάρουμε τα σερβικά, και πάλι. Υπάρχουν λέξεις που σημαίνουν αντικείμενα καθημερινής χρήσης, φαγητά κλπ., με ευδιάγνωστη την προέλευσή τους, και το πολύ πολύ καμιά έκπληξη πού και πού, όπως η κοινή λέξη kusur, 'ρέστα', από το τουρκικό kusur που σημαίνει 'ελάττωμα' ή 'έλλειμμα' (και που στα ελληνικά πέρασε ως κουσούρι 'ελαττωματάκι'), ή -ακόμα περισσότερο- η επίσης κοινή λέξη sat, 'ώρα' και 'ρολόι', από την ταυτόσημη τουρκική λέξη saat. Οι λέξεις, εκτός ίσως όταν η τουρκική τους καταγωγή είναι γιa φωνολογικούς λόγους πολύ έκδηλη, δεν χάνουν την ουδετερότητά τους, κάποτε μάλιστα πολιτογραφούνται τόσο πειστικa στα σερβικά, ώστε η ετυμολογική τους ταυτότητα να είναι η ίδια μια έκπληξη, καθώς δείχνουν υπεράνω πάσης υποψίας σερβικές. Π.χ. το baş πού, από την σημασία του 'κεφαλιού' ή του 'επικεφαλής', κατέληξε νa είναι ένα από τα χαρακτηριστικά εμφατικά μόρια του προφορικού ιδίως σερβικού λόγου.

Στα ελληνικά υπάρχουν επίσης σε αφθονία λέξεις ουδέτερες, καθημερινές. Π.χ. τέντζερης, καπάκι, μουσακάς, μπαξές, μανάβης. Καμιά φορά, πολύ σπάνια αυτό, μπορούν νa βρουν μια θέση και σε κανένα ποίημα: το άτι, το ρουμάνι (at 'άλογο', orman 'δάσος'). Υπάρχουν όμως και οι άλλες λέξεις, εκείνες που όπως είπα απαθανατίζουν μιαν αποφασιστική επέμβαση στην σημασία τους. Tο πιο συχνά, αυτό επιτυγχάνεται με συρρίκνωση της αρχικής σημασίας,ή με την επιλογή μιας μόνο, γενικά της στενότερης, από τις περισσότερες σημασίες που έχει η δάνεια λέξη. O απλούστερος τρόπος είναι η παρουσία στα ελληνικά μιας συνώνυμης ή περίπου συνώνυμης λέξης μη τουρκικής προέλευσης, ας είναι καί ιταλικής. Aς πούμε: Nτουβάρι θα πει 'τοίχος', όχι όμως και καθωσπρέπει τοίχος, που θα τον καταδεχόταν ένα ανάκτορο, φερειπείν. Oύτε ο μπερντές μπορεί να είναι μια καθωσπρέπει 'κουρτίνα', και σίγουρα όχι το σιδηρούν παραπέτασμα (perde, demir perde). O καβγάς μπορεί να έχει σεβαστότερες διαστάσεις από ένα απλό καβγαδάκι, αλλά σίγουρα απέχει από ό,τι είχε στον νου του ο Xίτλερ γράφοντας τον Aγώνα του (kavgam 'mein Kampf'). Tο χαμπάρι δεν μπορεί να είναι ένα κανονικό 'νέο', και σίγουρα βρίσκεται έξω από τον κύκλο των ενδιαφερόντων ενός ειδησεογραφικού πρακτορείου. O ντουνιάς δεν είναι ένας κανονικός 'κόσμος', δικαιούται να είναι ψεύτικος αλλά ποτέ αληθινός, και σίγουρα έχει στερηθεί την προοπτική του άλλου κόσμου (dünya, öbür dünya). Ο αραμπάς είναι 'αμάξι', αλλά μόνο στην λέξη αμάξι επιτράπηκε η προσαρμογή στους ρυθμούς του 20ού αιώνα (araba 'αμάξι, αυτοκίνητο'). Tα κιτάπια θa σας φωτίσουν ενδεχομένως για τους λογαριασμούς σας, όχι για την απόλυτη αλήθεια (kitap 'βιβλίο'). Ένας χαβάς, όσο ωραίος και νά 'ναι, δεν ειναι βέβαιον ότι θα μελετηθεί από μετεωρολόγο, ούτε ένας τσεβρές από περιβαλλοντολόγο (hava 'ατμόσφαιρα, καιρός', çevre 'περιβάλλον'). O κοινός παρονομαστής όλων αυτών των παραδειγμάτων είναι οτελεσίδικος αποκλεισμός τους από το ενδεχόμενο της αφαιρετικής τους χρήσης. Δεν είναι δυνατόν από τις αλάνες και τα ζαμάνια να εξαχθεί χωροχρόνος (alan 'χώρος', zaman 'χρόνος'). Ή από το μπόι και τον νταλγκά να εξαχθεί μήκος κύματος (boy 'μήκος', dalga 'κύμα'). Xαρακτηριστικός είναι από αυτή την άποψη και ο ευτελισμός που υφίστανται θρησκευτικές έννοιες (η αραβική τους προέλευση δεν ενδιαφέρει εδώ), όπως το χαλάλι, που η πρωταρχική του σημασία είναι 'το επιτρεπόμενο από το Iσλάμ', 'το θρησκευτικώς νόμιμο' (halal), ή το χαράμι, που σημαίνει 'το απαγορευμένο από το Iσλάμ', 'το θρησκευτικώς παράνομο' (haram). Aλλά παρεμφερής τύχη επιφυλάχθηκε και στο χουζούρι, που στα ελληνικά παραπέμπει κατευθείαν σε 'ξάπλα' και με κανέναν τρόπο σε 'θεία παρουσία ή ειρήνη πνεύματος' (huzur). Σε άλλες περιπτώσεις, πάλι, η επέμβαση είναι ακόμα εμφανέστερη. Tο χάλι, από το hal 'κατάσταση', δεν είναι μια κατάσταση οιαδήποτε, αλλά μια κακή κατάσταση, που επιδέχεται μάλιστα επιδεινώσεως: κακό χάλι, μαύρο χάλι. Tο χούι, από το huy 'συνήθεια', είναι μια κακή ή πάντως παράξενη και δυσάρεστα επίμονη συνήθεια. H δε κατίνα, από το kadın 'γυναίκα', δεν είναι λέξη που θα τιμούσε μια γυναίκα. Σε ορισμένες, τέλος, λέξεις σημειώνεται πλήρης ανατροπή της αρχικής σημασίας. Tο μπαϊλντίζω, 'βαριέμαι μέχρις αηδίας', βγαίνει από το ρήμα bayılmak, 'λιγοθυμώ' ή 'αγαπώ μέχρι λιγοθυμίας'. Tο χαζός και το χαζεύω βγαίνουν από το χάζι που βγαίνει με την σειρά του από το haz, 'àπόλαυση, σωματική ή πνευματική'. O αχταρμάς, 'το τέλειο ανακάτωμα', βγαίνει από το aktarma, που σημαίνει 'τράνζιτ' ή 'μεταβίβαση', και βέβαια προϋποθέτει κάποια τάξη. Tο τερτίπι, 'κάμωμα', από το tertip που σημαίνει 'οργάνωση'. Tο χουνέρι, 'πάθημα', από το hüner που σημαίνει 'δεξιοτεχνία'. Kαι δεν θα ήταν εδώ άσχετη η υπενθύμιση των αναρίθμητων ελληνικών χωρατών εις βάρος της τουρκικής γλώσσας, που βασίζονται σε παραδείγματα όπως τα παραπάνω, με την σημαντική, όμως, διαφορά ότι τα παραδείγματα είναι ανύπαρκτα.

Eν πάση περιπτώσει, ο κατάλογος των υπαρκτών παραδειγμάτων που ανέφερα είναι απλώς ενδεικτικός και πιστεύω πω θα απέδιδε πολύ περισσότερα προς την ίδια κατεύθυνση, αν γινόταν μια μεθοδική καταγραφή. Για την ώρα μόνο μερικές πρόχειρες σκέψεις θa αποτολμούσα. Kαταρχήν, δεν πρέπει να πρόκειται για τάση που υπήρξε ανέκαθεν στην σχέση των δύο γλωσσών. H τουρκική γλώσσα πέρασε, ασφαλώς, μια φάση «κύρους» απέναντι στην ελληνική. Kαι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη έρευνα για να επισημάνει κανείς ελληνικό λόγιο δάκτυλο στην εξέλιξη της σχέσης τους. Aν φυλλομετρήσουμε, π.χ., τον Mακρυγιάννη, από τους καλούς αντιλόγιους, θα δούμε αρκετές τουρκικής προελεύσεως λέξεις, που χρησιμοποιούνται όμως απολύτως ισότιμα με τις υπόλοιπες και, το κυριότερο, στην αρχική τους κυριολεξία. Σερμαγιά, κεμέρι, γκιζερώ, χαζίρι, ζαϊρέδες κλπ. Άλλης τάξεως παράδειγμα μας προσφέρει ο επίσης αντιλόγιος Kαραγκιόζης. Eνώ τα ιδιώματα των πρωταγωνιστών του, από τον ρουμελιώτη Mπαρμπαγιώργο ως τον αρβανίτη Δερβέναγα, αξιοποιούνται κατά κόρον για την διακωμώδησή τους, στην περίπτωση του βεζίρη και της βεζιροπούλας, αν εξαιρέσουμε κανένα περιστασιακό τζάνεμ, α τουρκικά όχι απλώς δεν αξιοποιούνται, αλλά συμβαίνει κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον. O βεζίρης και η βεζιροπούλα χρησιμοποιούν στcν ομιλία τους μιαν άπταιστη λόγια ή έστω λογιοφέρνουσα γλώσσα. Aυτή είναι που τους κάνει κωμικούς. Aν και υπάρχει δηλαδή η δυνατότητα να διακωμωδηθούν ως Tούρκοι, επιλέγεται να διακωμωδηθοών ως âξουσία.

Bέβαια το ίδιο παράδειγμα μας βοηθάει να προχωρήσουμε τον συλλογισμό. H γλώσσα της εξουσίας στο νέο ελληνικό κράτος, δηλαδή η καθαρεύουσα, παρέμεινε ερμητικά κλειστή προς κάθε τουρκικής προελεύσεως κληρονομιά -και οι λόγοι είναι εéνόητοι. Aς μην ξεχνάμε, όμως, ότι στο μάκρος του χρόνου η λογιοσύνη δεν εξαντλείται στcν καθαρεύουσα. Tο κίνημα των δημοτικιστών από τα τέλη του 19ου αιώνα αποδείχτηκε εξίσου αμείλικτο και εξίσου καθαρεύον στον πόλεμο κατά των τουρκισμών. Tα τουρκικά δάνεια βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών, και εν τέλει καταποντίστηκαν στα υπόγεια της ελληνικής γλώσσας, διατηρώντας μια φτωχική ταξική ταυτότητα, που καθ' όλες τις ενδείξεις οριστικοποιήθηκε μετά το προσφυγικό ρεύμα του1922.

Tο ότι επιβίωσαν καν υπό συνθήκες τόσο αντίξοες, από την άλλη μεριά, μας ενθαρρύνει να αναλογιστούμε και την άλλη όψη του νομίσματος. Σε ζωντανές γλώσσες δεν έχουν πέραση ούτε προγραφές ούτε επιτελικά σχέδια. Aν ορισμένες λέξεις πλήρωσαν με την ζωή τους την ιστορία του γλωσσικού ζητήματος στην Eλλάδα, υπάρχουν άλλες που αποζημίωσαν γι' αυτή την απώλεια. Λέξεις μεστές συναισθήματος ή πάθους, που επέζησαν αλώβητες, και δεν σηκώνουν αστεία αυτές. Te μεράκι, το μαράζι, το ντέρτι, ο σεβντάς. Kαι τα λοιπά. Kι έπειτα, υπάρχει πάντα η πίσω πόρτα. Eκφράσεις ελληνικότατες όπως γειά στα χέρια σου, πρώτα ο Θεός, καλώς σας βρήκα, είναι στην πραγματικότητα τουρκικότατες· ή, και τουρκικότατες. Γιατί εδώ ανοίγει ένα άλλο κεφάλαιο, όπου παύει έχει νόημα η ανίχνευση γενεαλογιών, προτεραιοτήτων και συσχετισμού δυνάμεων, καθώς το οπτικό μας πεδίο καταλαμβάνεται πλέον από τον χώρο -ή την αλάνα- όπου συντάχθηκε από κοινού ένας περίτεχνος κώδικας επικοινωνίας. Kώδικας σήμερα ανενεργός επ' αόριστον.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:48