ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Η γλωσσική πραγματικότητα στην αρχαιότητα 

Κική Νικηφορίδου (2007) 

Οι συχνές αναφορές στην αρχαία ελληνική γλώσσα από τη σκοπιά των Νεοελλήνων αλλά και η γνωριμία των μαθητών και μαθητριών σχεδόν αποκλειστικά με μία διάλεκτο, την αττική, καλύπτουν συχνά την πραγματική γλωσσική κατάσταση στην αρχαία Ελλάδα. Το πολυδιαλεκτικό μωσαϊκό της αρχαιότητας συνιστά μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική από τη σημερινή όπου, παρά την ύπαρξη διαφορετικών γεωγραφικών διαλέκτων, η γλωσσική ποικιλία της κοινής νέας ελληνικής κυριαρχεί γεωγραφικά και πολιτισμικά, προσδίδοντας ουσιαστικό περιεχόμενο στον όρο κοινή ελληνική γλώσσα (Browning 1983∙ Tonnet 1995∙ Χριστίδης 2001∙ Αραποπούλου 2001).

O A-Φ. Χριστίδης μιλάει για τη γλωσσική πραγματικότητα της αρχαιότητας και την προϊστορία της• "Βαβυλωνία", Seven X Channel

Η διαλεκτική διαφοροποίηση και οι συνέπειές της για τους ομιλητές στην ελληνική αρχαιότητα, στον βαθμό που αυτές μπορούν να επανασυντεθούν, εξετάζονται εδώ σύντομα με στόχο να αποτυπωθεί η γλωσσική κατάσταση στην αρχαία Ελλάδα αλλά και να χαρτογραφηθεί, έστω αδρά, η πορεία από τη διαλεκτική διάσπαση στη γλωσσική ενοποίηση που χαρακτηρίζει τα μεταγενέστερα χρόνια.

Η γραπτή ιστορία της ελληνικής (Γραφή και ελληνική γλώσσα) ξεκινάει τον 13ο αιώνα π.Χ. με τις πινακίδες στη γραμμική Β, τα τεκμήρια του μυκηναϊκού πολιτισμού που βρέθηκαν στις Μυκήνες, στην Κνωσό, στη Θήβα και στην Πύλο (αν και οι μελετητές συμφωνούν ότι η ελληνική ως ξεχωριστή γλώσσα, διαφοροποιημένη από τη μητέρα ινδοευρωπαϊκή, υπάρχει από πολύ νωρίτερα). Η γραμμική Β είναι συλλαβική γραφή, όχι αλφαβητική: κάθε σύμβολο αντιστοιχούσε σε μία συλλαβή (Ventris & Chadwick 1973∙ Morpurgo Davies 1985∙ Ruipérez & Melena 1996∙ Chadwick 2001). Με την παρακμή όμως και την εξαφάνιση του μυκηναϊκού πολιτισμού εξαφανίζεται και το συλλαβικό σύστημα γραφής και τα επόμενα γραπτά μνημεία δεν εμφανίζονται παρά τον 8ο αιώνα π.Χ., τώρα πια σε αλφαβητική γραφή. Στους αιώνες που μεσολάβησαν οι Έλληνες έχουν πάρει το φοινικικό αλφάβητο και το έχουν προσαρμόσει στις ανάγκες της ελληνικής. Η σημαντικότερη αλλαγή που επέφεραν ήταν η εισαγωγή των φωνηέντων, χωρίς τα οποία η απόδοση της ελληνικής θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, λόγω των κλιτικών καταλήξεων και των μεταβολών στα θεματικά φωνήεντα (βλ. ενδεικτικά Ανδρόνικος 1971∙ Jeffery 1990∙ Powell 1991∙ Βουτυράς 2001). Ήδη η ελληνική εμφανίζει μια γλωσσικά διασπασμένη εικόνα: η πρώτη χιλιετία χαρακτηρίζεται από γενικευμένη διαλεκτική διαφοροποίηση και παντελή απουσία μιας κοινής γλώσσας που να υπερβαίνει τις διαλεκτικές διαφορές. Αυτό συνιστά μια πραγματικότητα εντελώς ξένη για τους σημερινούς ομιλητές. Συγχρόνως όμως μέσα στο διαλεκτικό μωσαϊκό ενυπάρχουν ήδη τα στοιχεία εκείνα που θα οδηγήσουν στη δημιουργία της κοινής κατά τα ελληνιστικά χρόνια, αν και τα στοιχεία αυτά έχουν περισσότερο εξωγλωσσικό, συγκυριακό χαρακτήρα.

Ποιες είναι επομένως οι διάλεκτοι που μιλιούνται και γράφονται στην αρχαία Ελλάδα [link αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι]; Οι πληροφορίες που έχουμε γι' αυτές προέρχονται βέβαια αναγκαστικά από τον γραπτό λόγο και έτσι είναι σίγουρο ότι πολλά στοιχεία που αφορούν την προφορική γλώσσα, και μάλιστα την καθημερινή χρήση της, απλά μας διαφεύγουν. Επιπλέον η ποσότητα των πληροφοριών που έχουμε για την κάθε διάλεκτο είναι άνιση, ενώ ο χρονικός καταμερισμός τους δεν είναι ισομερής, με την αττική διάλεκτο να υπερέχει σαφώς έναντι των άλλων και χρονικά και ποσοτικά. Υπάρχουν ωστόσο αρκετά κείμενα για να τεκμηριώσουν τις διαλεκτικές διαφορές και να οδηγήσουν τους μελετητές στην κρατούσα σήμερα άποψη ότι οι διαλεκτικές ομάδες είναι τέσσερις: αττική-ιωνική, αρκαδοκυπριακή, αιολική και δυτική, που περιλαμβάνει τη δωρική και τη βορειοδυτική ελληνική (βλ. ενδεικτικά Buck 1955∙ Bartoněk 1972∙ Brixhe 1990∙ 1991∙ Καραλή 2001α και τη βιβλιογραφία εκεί). Η αντιδιαστολή της αττικής-ιωνικής και της αρκαδοκυπριακής προς τη δυτική ομάδα και η ονομασία ανατολικές διάλεκτοι που τους αποδίδεται οδηγεί, σύμφωνα με άλλους, σε τριμερή αντί τετραμερή διαχωρισμό (βλ. και Χριστίδη 2005) χωρίς όμως και ουσιαστική διαφοροποίηση στα χαρακτηριστικά των διαλέκτων.

Η αττική (που μιλιέται φυσικά στην Αττική και στις αθηναϊκές αποικίες της Λήμνου, του Σίγειου και της Αμφίπολης στη Μακεδονία) και η ιωνική (που μιλιέται στις ακτές της Μικράς Ασίας, στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και την Εύβοια) έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά που δικαιολογούν την κατάταξή τους σε μία ομάδα (βλ. Threatte 1980∙ 1996∙ Brixhe et al. 1985∙ Παναγιώτου 2001α και τη βιβλιογραφία εκεί). Και οι δύο μετέτρεψαν το κληρονομημένο από την ινδοευρωπαϊκή [a:] (α μακρόν) σε [ε:] (ε μακρόν που γράφεται ως η). Για παράδειγμα, η ινδοευρωπαϊκή λέξη μάτηρ (φωνητικά ma:te:r) σε αυτές τις διαλέκτους γίνεται μήτηρ. Επιπλέον στην αττική-ιωνική χάνεται νωρίς το σύμφωνο [w] που γραφόταν ως ₣ και, λόγω του σχήματός του, ονομαζόταν «δίγαμμα» (έτσι η λέξη εργάζομαι των ανατολικών διαλέκτων αντιστοιχεί στο ₣εργάζομαι των δυτικών). Άλλα χαρακτηριστικά της ομάδας αυτής είναι ο σχηματισμός των απαρεμφάτων σε -ναι (π.χ. δούναι) και η αλλαγή της ρηματικής κατάληξης -τι σε -σι (π.χ. δίδωσι). Τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται και στην αρκαδοκυπριακή (βλ. Brixhe et al. 1985∙ Hintze 1993∙ Karageorghis & Masson 1988∙ Παναγιώτου 2001β), που αποτελεί όμως και ιδιαίτερη διαλεκτική ομάδα λόγω της ιδιομορφίας της στη χρήση της πρόθεσης πός αντί του προς, στη σύνταξη με δοτική των προθέσεων απύ και εξ και στην εμφάνιση μέσων παρελθοντικών καταλήξεων σε -τυ και -ντυ (π.χ. γένοιτυ αντί του αττικού γένοιτο). Στην αρκαδοκυπριακή ομάδα ανήκει, τουλάχιστον κατά την επικρατέστερη άποψη, και η μυκηναϊκή διάλεκτος που, όπως αναφέραμε, είναι η διάλεκτος των πρώτων γραπτών μνημείων της ελληνικής. Η κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού προσφέρει μάλιστα μια ιστορική εξήγηση για τη γεωγραφική κατανομή της διαλεκτικής αυτής ομάδας σε περιοχές τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους όσο η Αρκαδία και η Κύπρος, αφού είναι πολύ πιθανόν να δημιούργησε κύματα προσφύγων και μετανάστευσης.

Στις ανατολικές διαλέκτους αντιδιαστέλλονται οι δυτικές που διακρίνονται στο δωρικό και στο βορειοδυτικό κλάδο. Οι δωρικές δυτικές διάλεκτοι είναι οι διάλεκτοι της Λακωνίας, της Μεσσηνίας, της Κυρήνης (στη Β. Αφρική), της Μήλου, της Θήρας, της Ρόδου, του Άργους, της Κορίνθου και των Μεγάρων ενώ οι βορειοδυτικές περιλαμβάνουν τις διαλέκτους της Ηπείρου, της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας, της Λοκρίδας, της Φωκίδας και της Ελέας. Ολόκληρη η δυτική ομάδα χαρακτηρίζεται για τον συντηρητισμό της (Jeffery 1990∙ Brixhe & Bile 1991∙ Méndez Dosuna 2001). Όπου η αττική-ιωνική και η αρκαδοκυπριακή εμφανίζουν αλλαγές, οι δυτικές διατηρούν τους ινδοευρωπαϊκούς ή γενικά τους αρχαϊκότερους τύπους. Έτσι το ινδοευρωπαϊκό [a:] παραμένει (π.χ. μάτηρ), όπως παραμένει και η κατάληξη -τι (έναντι της -σι των ανατολικών διαλέκτων). Αντίστοιχα διατηρείται το δίγαμμα και ο φθόγγος [h] (που προφερόταν όπως ο αρχικός ήχος της αγγλικής λέξης have) ο οποίος στις ανατολικές διαλέκτους χάνεται νωρίς. Η «δυτική» προφορά, για παράδειγμα, του οριστικού άρθρου ήταν [ho] ενώ η «ανατολική» [ο]. Τα απαρέμφατα στις δυτικές διαλέκτους έχουν τις καταλήξεις -μεν και -μειν (έναντι του -ναι των ανατολικών), ενώ στο λεξιλογικό επίπεδο εμφανίζονται πολλές χαρακτηριστικές διαφορές: ο υποθετικός σύνδεσμος είναι ει στην ανατολική ομάδα αλλά κα στη δυτική, το ιερός των ανατολικών διαλέκτων έχει τη μορφή ιαρός στις δυτικές, το βούλομαι των ανατολικών αντιστοιχεί στο δείλομαι των δυτικών, το πρώτος στο πράτος, το ότε και το πότε στα όκα και πόκα κλπ. (βλ. και Χριστίδη 2005). Τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται συνολικά στις δυτικές διαλέκτους, οι οποίες όμως διαφοροποιούνται και περαιτέρω με βάση κυρίως την προφορά των φωνηέντων.

Τέλος η αιολική διαλεκτική ομάδα (Buck 1965∙ Blümel 1982) περιλαμβάνει τη βοιωτική, τη θεσσαλική και τη λεσβιακή. Οι διάλεκτοι αυτές εμφανίζουν βέβαια κοινά στοιχεία που δικαιολογούν την ομαδοποίησή τους αλλά εμφανίζουν και πολλές διαφορές, περισσότερες από τις άλλες διαλεκτικές ομάδες, που οφείλονται πιθανότατα στη μεγάλη γεωγραφική απόσταση των ποικιλιών και στις διαφορετικές επιδράσεις που δέχτηκαν από γειτονικές διαλέκτους (η λεσβιακή έχει για παράδειγμα μεγάλες επιρροές και δάνεια από την ιωνική, ενώ η βοιωτική από τις δυτικές διαλέκτους). Κοινό χαρακτηριστικό όλης της αιολικής ομάδας είναι η εξέλιξη των χειλοϋπερωικών φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής σε χειλικούς αντί οδοντικούς. Έτσι αντί για το τέταρτος της αττικής και άλλων διαλέκτων η θεσσαλική π.χ. εμφανίζει πέτροτος. Διαφορά εμφανίζει η αιολική ομάδα και στη δοτική (π.χ. χρημάτεσσι αντί χρήμασι) και στη μετοχή του ενεργητικού παρακειμένου που σχηματίζεται σε -ων,-οντος (κατεληλύθων αντί κατεληλυθώς). Από το τελευταίο αυτό παράδειγμα φαίνεται ένα ακόμα χαρακτηριστικό της αιολικής και συγκεκριμένα η υποχώρηση του τόνου προς τα πίσω, μακριά από τη λήγουσα (π.χ. στρόταγος, μόλθακος έναντι των στρατηγός, μαλθακός της αττικής).

Η διαλεκτική διάσπαση της αρχαίας ήταν απόλυτα γνωστή και συνειδητή στους ομιλητές και τουλάχιστον για τις γειτονικές διαλέκτους δεν δημιουργούσε πρόβλημα συνεννόησης, ενώ πρόβλημα φαίνεται να υπήρχε για τους κατοίκους πιο απομακρυσμένων περιοχών και των αντίστοιχων διαλέκτων (π.χ. όπως η Αθήνα και η Κύπρος). Η αρχαία παράδοση, ήδη από την εποχή του Ησιόδου (περίπου 700 π.Χ.) έως και την εποχή του Στράβωνα (1ος αιώνας π.Χ.), είχε υιοθετήσει μια τριμερή κατάταξη των διαλέκτων -ιωνική, δωρική, αιολική ομάδα- που δεν συμπίπτει αναγκαστικά με την ευρύτερα αποδεκτή σήμερα, χρησιμοποιήθηκε ωστόσο από αρκετούς ερευνητές στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα (βλ. ενδεικτικά Hoffmann 1891-1897∙ Kretschmer 1909). Σε κάθε περίπτωση η ενασχόληση των αρχαίων με τη διαλεκτική διαφοροποίηση της εποχής δείχνει ακριβώς ότι είχαν συνείδηση των διαφορών που, όπως και στα νεότερα χρόνια, συνιστούσαν αιτία πειραγμάτων και κοροϊδίας μεταξύ ομιλητών διαφορετικών διαλέκτων (κυρίως από ομιλητές της «ισχυρής» αττικής διαλέκτου προς τους άλλους).

Η γλωσσική εικόνα της αρχαιότητας δεν θα ήταν ολοκληρωμένη χωρίς μια σύντομη έστω αναφορά στις λογοτεχνικές διαλέκτους και στον ρόλο τους στη διαμόρφωση της γλωσσικής πραγματικότητας. Μέσα στη γενική απουσία κοινής γλώσσας κατά την αρχαιότητα, βασικό χαρακτηριστικό και του πεζού και του ποιητικού λόγου είναι ότι παρέμεινε γλωσσικά διαλεκτικός (Ανδριώτης 1992, 23). Κάθε λογοτεχνικό είδος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τη διάλεκτο στην οποία καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά και η σύνδεση αυτή είναι τόσο ισχυρή και απαραβίαστη ώστε ο κάθε συγγραφέας, για να γράψει ένα έργο σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, ήταν υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει τη διάλεκτο του είδους ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής του και τη δική του μητρική διάλεκτο (Καραλή 2001β). Η παράδοση αυτή, μοναδική στην ιστορία της λογοτεχνίας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι, αν και αναπαράγει τη διαλεκτική διάσπαση, είναι συγχρόνως και ενωτικός παράγοντας, αφού η γλώσσα του κάθε είδους παραμένει (σχεδόν) υποχρεωτικά η ίδια, υπερκαλύπτοντας γεωγραφικές διαφορές αλλά και τη μητρική διάλεκτο του δημιουργού.

Ποιες είναι οι βασικές λογοτεχνικές διάλεκτοι; Η ελεγεία, η θρηνητική ποίηση, γράφεται στην ιωνική διάλεκτο και η διαλεκτική αυτή ποικιλία υιοθετείται από τους δημιουργούς ανεξάρτητα από τη μητρική τους διάλεκτο (West 1974). Στην ιωνική για παράδειγμα συνθέτει τις ελεγείες του ο λάκωνας Τυρταίος, στην ιωνική γράφει και ο Θέογνις, αν και οι δύο έχουν ως μητρική διάλεκτο τη δωρική. Η χορική ποίηση συνδέεται με τη δωρική διάλεκτο, και αυτήν επομένως χρησιμοποιούν τόσο ο Πίνδαρος από τη Βοιωτία όσο και οι ίωνες Σιμωνίδης και Βακχυλίδης (Bowra 1964∙ Forssmann1966). Η μελική λυρική ποίηση γράφεται στην αιολική διάλεκτο από τη Σαπφώ και τον Αλκαίο αλλά όχι με τον ίδιο αποκλειστικό τρόπο των άλλων λογοτεχνικών ειδών, αφού ο Ανακρέων συνθέτει μελική ποίηση στην ιωνική διάλεκτο και η Κόριννα στη βοιωτική (Hooker 1977∙ Bowie 1981). Τα ιστορικά έργα είναι γραμμένα στην ιωνική (Ηρόδοτος) ή στην αττική διάλεκτο (Ξενοφώντας, Θουκυδίδης), ενώ και ο Ιπποκράτης που καταγόταν από την Κω (όπου τοπική διάλεκτος ήταν η δωρική) συνέγραψε το ιατρικό του έργο στην ιωνική. Τα ομηρικά έπη είναι ένα μείγμα ιωνικών, κυρίως, και αιολικών διαλεκτικών στοιχείων (π.χ. βρίσκουμε τον ιωνικό τύπο βίη αντί του βία, το αιολικό πίσυρες αντί του τέσσαρες κ.ο.κ.). Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν μια μικτή, τεχνητή γλώσσα που δεν μιλήθηκε ποτέ αλλά φτιάχτηκε για τις ανάγκες της επικής ποίησης (Chantraine 1958∙ 1963∙ Horrocks 1987∙ 2001∙ Hainsworth 1988∙ Χριστίδης 2005). Το διαλεκτικό αυτό κράμα χρησιμοποιείται και στην μετέπειτα επική ποίηση του Ησίοδου (αν και ο ποιητής κατάγεται από τη Βοιωτία όπου ομιλούμενη διάλεκτος ήταν η δωρική∙ βλ. Edwards 1971∙ Pucci 1977). Σύνθετη διαλεκτικά είναι και η γλώσσα της τραγωδίας. Τα χορικά κομμάτια, κάτω από την επίδραση της χορικής ποίησης, είναι γραμμένα στη δωρική διάλεκτο ή τουλάχιστον έχουν έντονα δωρικά στοιχεία, ενώ τα διαλογικά μέρη χαρακτηρίζονται έντονα από ιωνικά στοιχεία υπό την επήρεια της επικής ποιητικής παράδοσης (Rehm 1992, Βαλάκας 2001). Και οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές (Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης) συνθέτουν σε αυτό το διαλεκτικό κράμα, παρόλο που και οι τρεις είναι -ως γνωστό- Αθηναίοι και ομιλητές της αττικής διαλέκτου.

Είναι προφανές ότι δεν καλλιεργούνται όλες οι διάλεκτοι της αρχαίας σε λογοτεχνικά είδη. Η θηραϊκή και η λοκρική για παράδειγμα δεν εμφανίζονται σε λογοτεχνικά κείμενα, ενώ ισχύει γενικά ότι οι διάλεκτοι που χρησιμοποιούνται ως λογοτεχνικές είναι απαλλαγμένες στη χρήση αυτή από έντονα διαλεκτικά-ιδιωματικά στοιχεία. Η σταθερότητα των λογοτεχνικών διαλέκτων αποτελεί σε κάθε περίπτωση μια βασική συνιστώσα της γλωσσικής πραγματικότητας στην αρχαιότητα, που εντούτοις δεν πρέπει να επισκιάζει μια εξίσου σημαντική συνιστώσα, αυτήν του «προφορικού πολιτισμού» της αρχαίας Ελλάδας. Όπως παρατηρεί η Thomas (2001), το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και απαιτεί ιδιαίτερα προσεκτική προσέγγιση. Από τη μια μεριά, είναι γεγονός ότι οι Έλληνες χρησιμοποίησαν τη γραφή τόσο για πρακτικές ή καθημερινές λειτουργίες όσο και για τη λογοτεχνική παραγωγή (βλ. και Thomas 1992∙ Bowman & Woolf 1994∙ Worthington 1996). Από την άλλη, είναι εξίσου αληθές ότι ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής παρέμεινε ανεπηρέαστο από τον γραπτό λόγο. Το φαινόμενο αυτό ήταν περισσότερο έντονο κατά περιοχές και χρονικές περιόδους. Για παράδειγμα, η Σπάρτη υπερηφανευόταν ακόμα και κατά την κλασική περίοδο επειδή δεν είχε ανάγκη γραπτών νόμων έναντι της Αθήνας, όπου η καταγραφή των νόμων έφτασε να θεωρείται θεμελιακή ιδιότητα της δημοκρατίας. Επιπλέον, η γραφή φαίνεται να έχει όλο και μεγαλύτερο ρόλο καθώς προχωράμε από την αρχαϊκή προς την κλασική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου στην καθημερινή ζωή κυριαρχούσε ο προφορικός λόγος, οι προφορικές παραδόσεις και η προφορική απαγγελία της ποίησης ακόμα κι αν ήταν καταγεγραμμένη. Στα κλασικά χρόνια, σε πολλές πόλεις έχουν επικρατήσει τα γραπτά κείμενα, κυρίως για τους νόμους, με την Αθήνα να είναι πρωτοπόρος στον τομέα αυτό, ενώ συστηματικά καταγράφονται πια και τα λογοτεχνικά κείμενα. Χρονικά και τοπικά σταθερή παραμένει ωστόσο η εκτίμηση που τρέφουν οι Έλληνες προς τον προφορικό λόγο (όπως προκύπτει π.χ. από το έργο του Πλάτωνα, του Δημοσθένη, του Αλκιδάμαντα και άλλων πολλών) έναντι της δυσπιστίας προς τη γραφή που φτάνει έως και την απαξίωσή της. Και αυτό ακριβώς είναι άλλο ένα σημείο διαφοροποίησης της αρχαίας από τη σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα. Αν και η έμφαση αυτή στην προφορικότητα δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με συμμετοχή στην ανώτερη ουσιαστική εκπαίδευση μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού (αφού και η καλλιέργεια του προφορικού λόγου ήταν μέρος μιας πολύπλοκης εκπαιδευτικής διαδικασίας που χαρακτήριζε την «ελίτ»), γεγονός παραμένει ότι η προφορικότητα του πολιτισμού της αρχαιότητας, και ειδικά της Αθήνας, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που τον έκανε προσιτό ακόμα και στους λιγότερο μορφωμένους πολίτες, τους μετοίκους ή και τους δούλους.

Το μωσαϊκό των αρχαίων διαλέκτων δεν διατηρήθηκε πέρα από τα ελληνιστικά χρόνια. Η ιστορική του εξέλιξη έχει καταγραφεί από πολλούς μελετητές (Bubenik 1989∙ Bubenik 2001∙ Χριστίδης 2005) και υπάρχει γενική συμφωνία ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην παρακμή και τελικά στην εξάλειψη των αρχαίων διαλέκτων. Οι λόγοι αυτοί είναι καθαρά ιστορικοί και ανάγονται στην υπερίσχυση της αττικής διαλέκτου -ή πιο σωστά της αττικοϊωνικής- έναντι των άλλων και τη σταδιακή της υιοθέτηση από όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Ήδη από τον 5ο αιώνα, οι αθηναίοι ομιλητές της αττικής κυριαρχούσαν πολιτικά σε ένα μεγάλο μέρος του ελληνόφωνου κόσμου και μάλιστα σε περιοχές όπου μιλιόταν η ιωνική διάλεκτος. Η ιωνική ήταν επίσης ισχυρή διάλεκτος με ιδιαίτερο γόητρο, η διάλεκτος των πλουσίων πόλεων της Μικράς Ασίας, του Ηράκλειτου και του Ηρόδοτου και κυρίως η βασική διάλεκτος των Ομηρικών επών. Η συνάντηση αυτή αττικής και ιωνικής δημιούργησε μια πολιτικά και πολιτισμικά ισχυρή αττικοϊωνική διάλεκτο που μιλιόταν από τους κατοίκους της Αθήνας αλλά και όλων των εξαρτώμενων περιοχών. Και ισχυρή διάλεκτος σημαίνει απλά σταδιακή και συνεχή επέκταση της χρήσης της διαλέκτου σε ομιλητές και περιβάλλοντα όπου προηγουμένως χρησιμοποιούνταν άλλες γλωσσικές ποικιλίες, άλλες διάλεκτοι. Αυτό είναι και το πρώτο βήμα για την εξάλειψη των αρχαίων διαλέκτων. Η αττική, εμπλουτισμένη με πολλά ιωνικά στοιχεία, αρχίζει να επισκιάζει τις άλλες διαλέκτους και, λόγω του γοήτρου και της ισχύος της, φτάνει μέχρι και την αυλή των μακεδόνων βασιλιάδων και γίνεται επίσημη διάλεκτος του μακεδονικού βασιλείου. Με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του η διαλεκτική αυτή ποικιλία εξαπλώνεται σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση και γίνεται η κοινή γλώσσα (Δημιουργία της ελληνιστικής κοινής) ολόκληρου του κόσμου της εποχής, είτε ήταν ελληνόφωνος και μιλούσε κάποια από τις άλλες διαλέκτους της ελληνικής, είτε αλλόγλωσσος που παρ' όλα αυτά χρειαζόταν να ξέρει την ισχυρή γλώσσα της εποχής, το κοινό εργαλείο συνεννόησης.

Η κοινή γίνεται το προφορικό μέσο επικοινωνίας και συγχρόνως η ευρέως χρησιμοποιούμενη γραπτή γλώσσα (σε αυτήν γράφουν π.χ. οι ιστορικοί Διόδωρος και Πολύβιος, είναι γραμμένη η μετάφραση τμημάτων της Παλαιάς Διαθήκης και ολόκληρη η Καινή Διαθήκη). Οι αρχαίες διάλεκτοι έχουν εξαφανιστεί, αν και όχι όλες ταυτόχρονα. Οι δωρικές διάλεκτοι της Κορινθίας και των Μεγάρων είναι από τις πρώτες που υποχωρούν (κάτω από την πίεση της γειτονικής ισχυρής Αθήνας), ενώ οι αιολόφωνες περιοχές φαίνονται να αντιστέκονται σθεναρά και επιγραφές στην τοπική διάλεκτο μαρτυρούνται έως και τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Από την κοινή αυτή θα δημιουργηθούν με νέα διάσπαση οι νεότερες ελληνικές διάλεκτοι, οι οποίες με τη σειρά τους θα επισκιαστούν από τη δημιουργία μιας νέας κοινής, της κοινής νέας ελληνικής. Όπως και η αρχαία κοινή έτσι και η νέα ξεκινάει από την ισχυροποίηση μιας διαλέκτου πάλι για ιστορικούς λόγους μετά την επανάσταση του 1821, αυτή τη φορά της πελοποννησιακής: η Πελοπόννησος ήταν το κέντρο της επανάστασης και το πρώτο κέντρο της ελεύθερης Ελλάδας. Η τοπική διάλεκτος επικρατεί και γίνεται η βάση της κοινής νέας ελληνικής με εμπλουτισμό του λεξιλογίου της έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές ανάγκες της εποχής και του νέου κράτους. Η (γλωσσική) ιστορία κύκλους κάνει.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνική

  1. ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ, Ν. Π. 1992. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας [τέσσερις μελέτες]. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [΄Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
  2. ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ, Μ. 1971. Η ελληνική γραφή. Στο Ιστορία του ελληνικού έθνους, 2ος τόμ., Αρχαϊκός ελληνισμός, 196-201. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
  3. ΑΡΑΠΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. 2001. Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής. Στο Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα, επιμ. Α. Φ. Χριστίδης σε συνεργασία με Μ. Θεοδωροπούλου, 175-179. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας..
  4. ΒΑΛΑΚΑΣ, Κ. 2001. Η χρήση της γλώσσας στην αρχαία τραγωδία. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 751-759, 873-874 (βιβλ.).
  5. ΒΟΥΤΥΡΑΣ, Ε. 2001. Η εισαγωγή του αλφαβήτου. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 210-217, 274-275 (βιβλ.).
  6. BUBENIK, V. 2001. Η παρακμή των αρχαίων διαλέκτων. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 357-360, 378 (βιβλ.).

    CHADWICK, J. 2001. Μυκηναϊκή ελληνική. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 291-298, 372 (βιβλ.).

  7. HOFFMANN, O., A. DEBRUNNER & A. SCHERER. [1953-1954] 1983. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, 1ος τόμ., Ως το τέλος της κλασικής εποχής. Μτφρ. Χ. Συμεωνίδης. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
  8. HORROCKS, J. 2001. Η γλώσσα του Ομήρου. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 351-356, 377-378 (βιβλ.).
  9. ΚΑΡΑΛΗ, Μ. 2001α. Η ταξινόμηση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 284-290, 371-372 (βιβλ.).
  10. __________. 2001β. Η χρήση των διαλέκτων στη λογοτεχνία. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 720-739, 870-872 (βιβλ.).
  11. MENDEZ DOSUNA, J. 2001. Δωρικές διάλεκτοι. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 326-338, 375-376 (βιβλ.).
  12. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ. 1985. Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας (με εισαγωγή στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία). Αθήνα.
  13. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Α. 2001α. Ιωνική και αττική. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 299-307, 372-373 (βιβλ.)..
  14. _____________. 2001β. Αρκαδοκυπριακή. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 308-314, 373-374 (βιβλ.)..
  15. RUIPEREZ, M.S. & J. L. Melena. 1996. Οι μυκηναίοι ΄Ελληνες. Μτφρ. Μ. Παναγιωτίδου. Αθήνα: Καρδαμίτσα.
  16. THOMAS, R. 2001. Αλφαβητισμός και προφορικότητα στην κλασική περίοδο. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 237-246, 276-277 (βιβλ.).
  17. TONNET, H. 1995. Ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας. Μτφρ. Δ. Καραμάνου & Π. Λιαλάτσης. Αθήνα: Παπαδήμας.
  18. ΤΣΟΠΑΝΑΚΗΣ, Α. 1977. Εισαγωγή στον Όμηρο. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
  19. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α.-Φ. 2001. Η νέα ελληνική γλώσσα και η ιστορία της. Στο Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης σε συνεργασία με Μ. Θεοδωροπούλου, 149-154. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  20. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α.-Φ., επιμ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
  21. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α.-Φ. 2005. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 1. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [΄Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].

Ξενόγλωσση

  1. BARTONEK, A. 1972. Classification of the West Greek Dialects at the time about 350 B.C. Amsterdam & Πράγα: Hakkert.
  2. BLÜMEL, W. 1982. Die aiolischen dialekte. Phonologie und morphologie der inschriftlichen texte aus generativer sicht. Zeitschrift für vergleichendeSprachwisseschaft 30 συμπλήρωμα. Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht.
  3. BOWIE, A. M. 1981. The Poetic Dialect of Sappho and Alcaeus. Salem, New Hampshire: The Ayer Company.
  4. BOWMAN, A. & G. WOOLF, επιμ. 1994. Literacy and Power in the Ancient World. Cambridge: Cambridge University Press.
  5. BOWRA, C. M. 1964. Pindar. Οξφόρδη: Oxford University Press.
  6. BRIXHE, C. 1990. L'apparentement des dialectes grecs. Lalies 9:27-39.
  7. ________. 1991. Du mycénien aux dialectes du 1er millénnaire: quelques aspects de la problématique. Στο La transizione dal miceneo all' Alto Arcaismo - Dal palazzo alle città, επιμ. D. Musti et al., 251-272. Roma: Consiglio Naz, Ricerche.
  8. BRIXHE, C. et al. 1985. Dialectologie grecque. REG 98:260-314.
  9. BRIXHE, C. & M. BILE. 1991. Le dialecte crétois: Unité ou diversité? Στο Sur la Crète antique: Histoire, écritures, langues, επιμ. C. Brixhe, 85-138. Nancy: Presses Universitaires.
  10. BROWNING, R. 1983. Medieval and Modern Greek. 2η έκδ. Cambridge: Cambridge University Press. Μτφρ. Μ. Ν. Κονομή με τίτλο Η ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα (Αθήνα: Παπαδήμας, 1995).
  11. BUBENIK, V. 1989. Hellenistic and Roman Greece as a Sociolinguistic Area. Amsterdam: John Benjamins.
  12. BUCK, C. D.1955. The Greek Dialects. Grammar, Selected Inscriptions, Glossary. Σικάγο & Λονδίνο: The University of Chicago Press. Ανατύπωση 1973 (Midway reprint).
  13. CHANTRAINE, P. 1958. Grammaire homérique. 1ος τόμ., Phonétique et morphologie. 3η έκδ. Παρίσι: Klincksieck.
  14. ___________. 1963. Grammaire homérique. 2ος τόμ., Syntaxe. Παρίσι: Klincksieck.
  15. EDWARDS, G. P. 1971. The Language of Hesiod in its Traditional Context. Philological Society Publications. Οξφόρδη: Blackwell.
  16. FORSSMANN, B. 1966. Untersuchungen zur Sprache Pindars. Wiesbaden: Harrassowitz.
  17. HAINSWORTH, J.B. 1988. The epic dialect. Στο A Commentary on Homer's Odyssey, επιμ. A. Heubeck, S. West & J. B. Hainsworth, 24-32. Οξφόρδη: Oxford University Press.
  18. HINTZE, A. 1993. A Lexicon to the Cyprian Syllabic Inscriptions. Αμβούργο: Helmut Buske Verlag.
  19. HOFFMANN, O. 1891-1898. Die griechischen Dialekte in ihrem historischen Zusammenhange. Göttingen.
  20. HOOKER, J. Y. 1977. The Language and the Text of the Lesbian Poets. Innsbruck: Institut für Sprachwissenschaft der Universität.
  21. HORROCKS, J. 1987. The Ionian epic tradition: Was there an aeolic phase in its development? Στο Studies in Mycenaean and Classical Greek Presented to John Chadwick, επιμ. J.T. Killen, J. L. Melena & J.-P. Olivier, 269-294. Σαλαμάνκα: Universidad de Salamanca et Universidad Pais Vasco..
  22. JEFFERY, L. H. 1990. The Local Scripts of Archaic Greece. Αναθεωρημένη έκδοση με συμπλήρωμα του A. W. Johnston. Οξφόρδη: Oxford University Press.
  23. KARAGEORGHIS, J. & O. MASSON, επιμ. 1988. The History of the Greek Language in Cyprus. Proceedings of an International Symposium sponsored by the Pieridis Foundation. Λευκωσία: Zavallis Press.
  24. KRETSCHMER, P. 1909. Zur Geschichte der griechischen Dialekte. Glotta 1:9-59.
  25. MEILLET, A. 1975. Aperçu d'une histoire de la langue Grecque. 8η έκδ. Παρίσι: Klincksieck.
  26. MORPURGO DAVIES, A. 1985. Mycenaean and Greek language. Στο Linear B: A 1984 Survey, επιμ. A. Morpurgo Davies & Y. Duhoux, 75-125. Bibliothèque des Cahiers de l' Institut de Linguistique de Louvain 26. Louvain-la-Neuve: Cabay.
  27. PALMER, L.R. 1980. The Greek Language. Λονδίνο & Βοστόνη: Faber & Faber.
  28. POWELL, B. B. 1991. Homer and the Origin of the Greek Alphabet. Cambridge: Cambridge University Press.
  29. PUCCI, P. 1977. Hesiod and the Language of Poetry. Βαλτιμόρη & Λονδίνο: The John Hopkins University Press.
  30. REHM, R. 1992. Greek Tragic Theatre. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.
  31. THOMAS, R. 1992. Literacy and Orality in Ancient Greece. Cambridge: Cambridge University Press. Μτφρ. Δ. Κυρτάτας με τίτλο Γραπτός και προφορικός λόγος στην Αρχαία Ελλάδα (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996).
  32. THREATTE, L. 1980 & 1996. The Grammar of Attic Inscriptions. 1ος τόμ. Phonology, 2ος τόμ. Morphology. Βερολίνο & Νέα Υόρκη: Mouton de Gruyter.
  33. VENTRIS, M. & J. CHADWICK. 1973. Documents in Mycenaean Greek. 2η έκδ. Cambridge: Cambridge University Press.
  34. WEST, M. L. 1974. Studies in Greek Elegy and Iambus. Βερολίνο & Νέα Υόρκη: Walter de Gruyter.
  35. WORTHINGTON, I., επιμ. 1996. Voice into Text: Orality and Literacy in Ancient Greece. Leiden: Brill.
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:44