Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Η ελληνική, γλώσσα βαλκανική 

Georges Drettas (2007) 

1.1. Όταν το πρωτοπόρο κείμενο του Jernej Kopitar (1780-1844) έθετε τις βάσεις του πεδίου που έμελλε να εξελιχθεί σε βαλκανική γλωσσολογία, ήταν φανερό ότι η ελληνική γλώσσα, αρχαία και νέα, δεν απασχόλησε τη σκέψη του διάσημου σλοβένου φιλόλογου.

Μέσω των αρχαίων της ποικιλιών, η ελληνική καταλάμβανε κεντρική θέση στη γραμματική των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Το γεγονός αυτό συνδέθηκε και με ένα αδιαμφισβήτητο γόητρο που αποδιδόταν στη γλώσσα σε περιοχές όπου αναπτύσσονταν οι μεγάλες φιλολογικές παραδόσεις. Κατά τρόπο σχεδόν παράδοξο, η καταξίωση της ελληνικής στο σύνολό της είχε ως συνέπεια να ελαχιστοποιηθεί ο ρόλος της στη σύγκριση των βαλκανικών γλωσσών κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του πεδίου αυτού.

1.2. Βέβαια, από τα τέλη του 19ου αιώνα υπάρχουν αρκετές εργασίες που αφορούν το λεξιλόγιο. Σε αυτές εξετάζονται είτε οι ελληνικές λέξεις που υπάρχουν στις άλλες γλώσσες (αλβανική, βουλγαρική ή ρουμανική) είτε το αντίστροφο, τα δάνεια των διάφορων βαλκανικών γλωσσών στην ελληνική. Αλλά καθώς η συγκριτική μέθοδος της βαλκανολογίας στηρίζεται σε μια τυπολογική προσέγγιση, σχεδόν αυθόρμητη στις πρώιμες φάσεις της και μερικές φορές συγκεχυμένη, η εξέταση των καθαρά γραμματικών φαινομένων έχει πολύ μεγάλη σημασία. Από αυτή την άποψη όμως, η ελληνική θεωρούμενη ως σύνολο δομών παραμελήθηκε, παρά το πραγματικό της βάρος τουλάχιστον για τη διαχρονία.

Στην πραγματικότητα η ελληνική με τις διάφορες γραπτές ποικιλίες της είναι η γλώσσα που μαρτυρείται περισσότερο και μάλιστα για μια εξαιρετικά μακρά περίοδο. Από αυστηρά μεθοδολογική άποψη, φαίνεται προφανές ότι η σύγκριση με τα δεδομένα της ελληνικής σε όλα τα επίπεδα (φωνολογία, μορφολογία και σύνταξη) βοηθά στην ανάλυση της αλβανικής, τόσο στη συγχρονία όσο και στη διαχρονία (βλ. Demiraj 1988· Drettas 2000).

Η αλβανική είναι μία από τις τελευταίες γλώσσες που συμπεριλήφθηκαν στο ινδοευρωπαϊκό σύνολο. Με εξαίρεση μια σύντομη στερεότυπη φράση για το (ρωμαιοκαθολικό) βάπτισμα που χρονολογείται στα τέλη του 15ου αιώνα, το πρώτο σώμα κειμένων της βόρειας αλβανικής, το Missel (Meshari στα αλβανικά) του Gjon Buzuku, χρονολογείται από τα μέσα του 16ου αιώνα (1555). Για μεγάλο μέρος της ιστορίας της αλβανικής, η μεθοδολογία που θα εφαρμοστεί θα είναι αυτή που αναπτύχθηκε για τις γλώσσες με προφορική παράδοση, και με αυτή την οπτική, η εξέταση των δεδομένων της ελληνικής είναι ουσιαστικής σημασίας. Οι δομικές ομοιότητες μεταξύ των δύο γλωσσών είναι εξίσου σημαντικές με τις διαφορές τους (ή μήπως αποκλίσεις;) και το γεγονός αυτό θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά την προσάρτηση των εν λόγω ομάδων στο ινδοευρωπαϊκό «δέντρο», αλλά κυρίως, η διαχρονική και γεωγραφική πραγματικότητα θα έπρεπε να είχε εξασφαλίσει στα δύο αυτά σύνολα έναν πιλοτικό ρόλο μέσα στη βαλκανολογική σκέψη.

1.3. Είναι ιδεολογικής τάξης οι λόγοι που παγίωσαν την αναπαράσταση του βαλκανικού χώρου με βάση την τριάδα που προτάθηκε αρχικά από τον Kopitar. Από τη μια πλευρά βρίσκονται στην ίδια ομάδα η ρουμανική, η αλβανική και η βουλγαρική και από την άλλη η ελληνική, σχετικά απομονωμένη, σαν να ήταν λιγότερο «βαλκανική» από τις άλλες. Οι εκτοπίσεις που καθορίστηκαν από εθνικιστικές πιέσεις, από το 1944 μέχρι το 1991 στην Αλβανία και από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του 1980 στη Βουλγαρία, είχαν ως συνέπεια να σταματήσει η σύγκριση των δεδομένων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στις φάσεις κατά τις οποίες τα πολιτικά κίνητρα επηρέασαν καθοριστικά τη διανόηση, τα ίδια τα γλωσσικά δεδομένα αντιμετωπίστηκαν εξαιρετικά ελλειμματικά. Αρκεί, από την άποψη αυτή, να επικαλεστούμε το ζήτημα των συντακτικών δεικτών, όπως τα πτωτικά συστήματα της ελληνικής και της αλβανικής, ή της συμφωνίας του αντικειμένου, γνωστού επίσης και ως «αναδιπλασιασμός του αντικειμένου». Στο εξαιρετικό συνθετικό του έργο ο Emanuele Banfi (1985) συντάσσει έναν αρκετά πλήρη κατάλογο με δεδομένα που θεωρούνται «πρωτογενείς ή δευτερογενείς βαλκανισμοί».

1.4. Η ελληνική κατέχει τη θέση που της αναλογεί στο πρωτοποριακό έργο του Sandfeld (1930), του οποίου οι πρώτες διαισθητικές κρίσεις θα βρουν τη δικαίωσή τους εξήντα χρόνια αργότερα, στην κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε είτε από τον ίδιο τον Shaban Demiraj (1988) είτε από τον Χρήστο Τζιτζιλή (2000). Απαλλαγμένη από τα ιδεολογικά βάρη που είχαν καταδικάσει τη βαλκανολογία σε παραδειγματική στειρότητα, η μελέτη του ελληνικού γλωσσικού συνόλου επέτρεπε πλέον να επανατοτοπετηθούν οι αντίστοιχοι τομείς των γενετικών και τυπολογικών δεδομένων σε σχέση ακόμη και με τον ορισμό της έννοιας βαλκανικός χώρος.

2.1. Το ελληνικό σύνολο, χωρίς ιδιαίτερο προσδιορισμό, μπορεί να οριστεί με βάση τη γεωγραφική του κατάσταση. Από αυτή την άποψη, παρατηρούμε αξιοσημείωτη σταθερότητα για πολλές χιλιετίες. Ο ελληνόφωνος χώρος, βρισκόμενος στο νότιο μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου, ανάμεσα στο Αιγαίο Πέλαγος και το νησιωτικό τόξο (Σικελία, Νότια Ιταλία, Κύθηρα, Κρήτη, Κύπρος), καθώς και στην περιφέρεια της Ανατολίας, γνώρισε σημαντική επέκταση κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή (Αίγυπτος, Εγγύς Ανατολή, Υψίπεδα της Ανατολίας κλπ.).

Ο χώρος αυτός, όπου οι διάφορες ποικιλίες της ελληνικής βρίσκονταν σε επαφή με διάφορες γλώσσες (ιρανικές, σημιτικές, λατινική, κελτικές κλπ.), αποτελούσε το κέντρο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Η εξάπλωση του αραβικού Ισλάμ στις αρχές του 7ου αιώνα είχε ως συνέπεια να περιοριστεί αισθητά η ελληνοφωνία στην Ανατολή. Την ίδια περίοδο η εγκατάσταση σλάβικων πληθυσμών νότια του Δούναβη διαμόρφωσε ένα καινούριο τοπίο, χωρίζοντας την ανατολική ρομανική (λαϊκή λατινική) από τις ελληνόφωνες και αλβανόφωνες ζώνες.

Τον 9ο αιώνα η διείσδυση των Τούρκων στη Μικρά Ασία περιόρισε ακόμη περισσότερο τον ελληνόφωνο χώρο. Εντούτοις, σε ορισμένες περιοχές η οθωμανική περίοδος ευνόησε την ελληνοφωνία. Έτσι, στην κεντρική Μακεδονία παρατηρούμε μια βραδεία πρόοδο της ελληνικής προς τον βορρά. Η περίπτωση του Évangéliaire de Kulakja(βλ. Vaillant & Mazon 1938) καταδεικνύει μια δυναμική που θα επιταχυνόταν από τη νεωτερικότητα. Πρέπει, εξάλλου, να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η γεωγραφική μείωση μπορεί να συνδέεται με αύξηση του αριθμού των ομιλητών, όπως παρατηρείται στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ 1923-1926.

2.2. Από κοινωνιογλωσσική άποψη, ο βαλκανοανατολικός χώρος υπήρξε πάντοτε λίγο-πολύ πολυγλωσσικός. Η περίπτωση της ελληνικής γλώσσας είναι από αυτή την άποψη παραδειγματική, και μάλιστα ήδη από το τέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το κίνημα του αττικισμού ήρθε να προσθέσει στις λογοτεχνικές διαλέκτους της κλασικής εποχής (ιωνική, δωρική, αιολική, ομηρική ελληνική κλπ.) μια νέα γραπτή ποικιλία, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε νεοαττική. Η εξάπλωση του ελληνόφωνου ιουδαϊσμού, και στη συνέχεια του χριστιανισμού, προκάλεσε το πέρασμα στον γραπτό λόγο μιας ποικιλίας της «κοινής διαλέκτου» της ελληνιστικής εποχής. Το σώμα των χριστιανικών (δηλ. ορθόδοξων) κειμένων προσθέτει με το πέρασμα των αιώνων και άλλες ποικιλίες, συχνά αρχαΐζουσες σε σχέση με τη γλώσσα των Εβδομήκοντα ή των Ευαγγελίων. Η καθαρεύουσα της σύγχρονης εποχής αξιοποίησε το μεγαλύτερο μέρος των ρυθμιστικών αναφορών που κληροδότησε η μεσαιωνική περίοδος.

Το μοντέλο της σχέσης προφορικό/γραπτό που επισημαίνουμε εδώ ήταν πολύ σημαντικό για όλες τις εθνοτικές ομάδες που ανήκαν στο ελληνορθόδοξο μιλλέτ. Συχνά οι πρώτες απόπειρες καταγραφής των καθομιλούμενων ποικιλιών πραγματοποιήθηκαν μέσω ελληνικών γραφημάτων. Αυτό ισχύει για την αλβανική, τη βουλγαρική της Μακεδονίας καθώς και, περιστασιακά, για την αρομουνική (κουτσοβλαχική).

Αυτό το ζήτημα της γραφής με ελληνική βάση. που χρησιμοποιήθηκε παράλληλα με την αραβοπερσική και την οθωμανική γραφή, είναι σημαντικό, στον βαθμό που επιβεβαιώνει την αρκετά διαδεδομένη υπόθεση ότι η ελληνική θα έπρεπε να έχει επηρεάσει τις άλλες βαλκανικές γλώσσες επειδή αντιπροσώπευε έναν πολιτισμό υψηλής παιδείας και με μεγάλο γόητρο (Sandfeld 1930).

Στις γραπτές ποικιλίες αντιστοιχούν οι προφορικές που χωρίζονται σε ορισμένο αριθμό διαλέκτων που διαφέρουν λιγότερο ή περισσότερο μεταξύ τους (Drettas 1986· 1997).

2.3. Από μεθοδολογική άποψη, η ύπαρξη διαλεκτικών ποικιλιών είναι πολύ σημαντική τόσο για να εκτιμήσουμε τον γενικό χαρακτήρα ενός στοιχείου που θεωρείται «βαλκανισμός» όσο και για να διατυπώσουμε μια αληθοφανή διαχρονική υπόθεση.

Για παράδειγμα, ο παρακείμενος που σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα «έχω» και έναν σταθερό (άκλιτο) ρηματικό τύπο, π.χ. έχω γράψει, δεν εμφανίζεται σε όλες τις διαλέκτους. Κατά τόπους βρίσκουμε στη θέση του τον τύπο έχω γραμμένο. Στη σύγχρονη λογοτεχνική γλώσσα οι δύο τύποι συνυπάρχουν, χωρίς όμως να είναι συνώνυμοι.

Ο παρακείμενος με το βοηθητικό «έχω» υπάρχει σε όλες τις ρομανικές (νεολατινικές) γλώσσες, στη ρομανική των Βαλκανίων (ρουμανική, αρομουνική), σε κάποιες βουλγαρομακεδονικές ποικιλίες και στην αλβανική. Για την ελληνική και τη βουλγαρική ο τύπος αυτός συνιστά σχετικά πρόσφατο νεωτερισμό, η ακριβής χρονολόγηση του οποίου δεν είναι δυνατή με βάση μαρτυρίες της ρουμανικής ή της αλβανικής. Ο παρακείμενος με το βοηθητικό «έχω» είναι ένα μεμονωμένο τυπολογικό δεδομένο στον χώρο των Βαλκανίων και της Ανατολίας. Η αρχαία και μετακλασική ελληνική δεν διέθετε ανάλογο τύπο, όπως άλλωστε και η αρμενική, η γεωργιανή, οι γειτονικές σημιτικές γλώσσες (αραμαϊκή, αραβική) ή οι νοτιοσλαβικές γλώσσες (σερβική, σλοβενική, ανατολική βουλγαρική). Η κινητήρια δύναμη του νεωτερισμού θα πρέπει να αναζητηθεί στην ανατολική ρομανική (ρουμανική, αρομουνική), αλλά μια ακριβής χρονολόγηση είναι πολύ δύσκολο να εδραιωθεί με σαφήνεια.

3.1. Όλες οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες των Βαλκανίων έχουν, προφανώς, κοινά χαρακτηριστικά, σε βαθμό που είναι μερικές φορές δύσκολο να διακρίνουμε ανάμεσα στα καθαρά βαλκανικά στοιχεία και σε εκείνα που είναι κληρονομιά της κοινής τους καταγωγής. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, αντανακλάται από τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ένα ελάχιστο καλοσχηματισμένο και πλήρες εκφώνημα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα ρηματικό σύνταγμα. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες πιο συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες της ελληνικής.

3.2. Το ρήμα, κεφαλή του ρηματικού συντάγματος, πυρήνας του εκφωνήματος, φέρει δείκτες προσώπου (ενικού ή πληθυντικού) και όψης. Ας σημειωθεί ότι η κατηγορία της διάθεσης, μεσοπαθητική/(±) ενεργητική, εκφράζεται μορφολογικά στο λεξικό μιας γλώσσας. Η ύπαρξη ενός λεξικού συνόλου μέσων ρημάτων είναι χαρακτηριστικό κοινό της ελληνικής και της αλβανικής. Παράδειγμα: ελλ. ανοίγω - ανοίγομαι· αλβ. hap -hapem.

3.3. Στο σύνολο της ελληνικής, το ρήμα βάσης παίρνει τις ακόλουθες μορφές:

μη παρελθόν,ασυντέλεστοαόριστος,συντελεσμένοπαρατατικός,ασυντέλεστο (+ τροπικό)
γράφωέγραψαέγραφα

Οι ηπειρωτικές και νησιωτικές διάλεκτοι, καθώς και εκείνες που αποτελούν τη βάση της κοινής νέας ελληνικής (δημοτικής), εμφανίζουν ένα συμμετρικό σύστημα τεσσάρων τύπων:

ασυντέλεστοσυντελεσμένο
μη παρελθόνπαρελθόν(± τροπικό)μη παρελθόν(± τροπικό)± παρελθόν
γράφωέγραφαγράψωέγραψα

Αν μπορούμε να πούμε ότι κατά τη σύνδεση δύο ρημάτων οι δείκτες συμπληρωμάτων ότι, πως, που συνδυάζονται με τους τύπους βάσης, ο συνδυασμός του ρήματος με τα τροπικά μόρια θα (< θε να < θέλω να) και να (< ίνα) υπονοεί την επιλογή ρηματικής όψης, συντελεσμένης ή ασυντέλεστης. Έκφραση ρηματικής όψης:

ασυντέλεστη:θα γράφωνα γράφω
συντελεσμένη:θα γράψωνα γράψω

Σε αυτό τον βασικό συνδυασμό αντιστοιχεί η έκφραση της τροπικότητας που παράγεται από τις πρωτογενείς σημασίες του συντελεσμένου και του ασυντέλεστου, είτε:

συντελεσμένο = + βέβαιοασυντέλεστο = ± αβέβαιο

3.4. Παρατηρούμε λοιπόν τους ακόλουθους συνδυασμούς:

  • θα έγραφα = ± πραγματικό

Ας σημειωθεί ότι ο συνδυασμός αυτός δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνος του και ότι από την οπτική του εκφωνήματος προϋποθέτει ένα τεμάχιο που να εισάγεται με το μόριο εάν, αν.

  • θα έγραφα = υπόθεση απόλυτης βεβαιότητας (στα αγγλικά, inferential).
  • να έγραφα = ευκτική· η ευχή μπορεί να αναφέρεται είτε στο παρελθόν είτε σε ένα πολύ αβέβαιο μέλλον.
  • να έγραφα = + απορηματική

Το σύστημα όψης-τροπικότητας, όπως το συνοψίζουμε εδώ, παρουσιάζει εκπληκτική ομοιότητα με τα δεδομένα του βουλγαρομακεδονικού συνόλου όπου τα τροπικά μόρια (βουλγ. šte-, ke-, kje-· da-) και οι δείκτες συμπληρωμάτων (čve, deka, oti, etc.) λειτουργούν όπως και στην κοινή νέα ελληνική, υπονοώντας τις ίδιες επιλογές συντελεσμένης/ασυντέλεστης όψης.

3.5. Υπάρχουν σημαντικές διάλεκτοι, όπως η ποντιακή (Drettas 1997) και η ελληνοκριμαϊκή (Συμεωνίδης & Τομπαΐδης 1999), που λειτουργούν με ένα σύστημα τριών ρηματικών τύπων: ενεστώτας (= μη παρελθόν), παρατατικός, αόριστος. Η ανάλυση των συνδυασμών είναι απλή:

α-, θα-+ενεστώτας (ασυντέλεστο)=μέλλοντας
+παρατατικός=υπόθεση του μη πραγματικού
 
να-+ενεστώτας (ασυντέλεστο)=ευκτική 1˙ παρατακτική σύνδεση.
+παρατατικός=ευκτική 2˙·παρατακτική σύνδεση μεσυμφωνία χρόνου στο παρελθόν (= αφήγηση)

Ασφαλώς, η συντακτική λειτουργία αυτών των τριών ρηματικών τύπων είναι αρκετά σύνθετη και η παρουσίασή της ξεπερνά το παρόν μας πλαίσιο. Θα περιοριστούμε να επισημάνουμε ότι το σύστημα των τριών τύπων είναι το πιο κοντινό στο σύστημα της αλβανικής, από άποψη μορφοσυντακτική. Το ρήμα της αλβανικής διαθέτει πράγματι τρεις τύπους: ενεστώτας (μη παρελθόν), παρατατικός, αόριστος (+συντελεσμένο). Το μόριο do, do të + Ρήμα σε ενεστώτα δίνει τον μέλλοντα και με τον παρατατικό δίνει τον υποθετικό τρόπο (υπόθεση) του μη πραγματικού.

3.6. Το τροπικό μόριο të λειτουργεί όπως το να της ελληνικής, σε συνδυασμό με ρήμα σε ενεστώτα ή παρατατικό. Ως σύνδεσμος αντιπαρατίθεται στον δείκτη συμπληρωμάτων që. Μπορούμε να πούμε ότι, κατά τη σύνδεση δύο κατηγορημάτων Ρήμα1 + Ρήμα2, το μόριο-σύνδεσμος να δηλώνει έναν βαθμό, λιγότερο ή περισσότερο μεγάλο, τροπικοποίησης (modalisation). Τα πολύ γνωστά παραδείγματα καταδεικνύουν το γεγονός αυτό:

Τον βλέπω να φεύγει | Τον βλέπω που φεύγει

Παρατηρούμε την ύπαρξη μιας καθ' όλα ανάλογης διατύπωσης στη βουλγαρική.

3.7. Δεν είναι δυνατό να κλείσουμε την παρουσίαση αυτή, χωρίς να θυμίσουμε ότι η εδαφική, γεωγραφική, κατάσταση των ομοιοτήτων ή των διαφορών θέτει πρόβλημα (βλ. Drettas 1987). Το παράδειγμα των ρηματικών συστημάτων δείχνει ότι η αλβανική, που τοποθετείται στο δυτικό τμήμα του χώρου (aire, area) που μας ενδιαφέρει, μοιάζει περισσότερο με τις διαλέκτους της ανατολικής ελληνικής, την ελληνοκριμαϊκή (της Μαριούπολης), την ποντιακή και εν μέρει την καππαδοκική (Αξός, Φάρασα κλπ.) Είναι πάντοτε πολύ δύσκολο να βρούμε μια συνεκτική διαχρονική λογική στηριζόμενοι στη γεωγραφική θέση των κινητήριων δυνάμεων που προκαλούν την εξέλιξη.

3.8. Μαρτυρημένη από πολύ παλιά, ήδη από το κείμενο των Εβδομήκοντα, η παρατακτική σύνταξη μέσω του συνδέσμου και, αποδόθηκε μερικές φορές στην επίδραση των σημιτικών γλωσσών, εβραϊκής και αραμαϊκής. Αυτός ο τρόπος σύνδεσης υπάρχει και στις άλλες βαλκανικές γλώσσες. Διαπιστώνουμε και σε αυτή την περίπτωση το χρονολογικό προβάδισμα της ελληνικής.

Αλλά η σύνδεση με το και συνδέεται με ένα φαινόμενο πολύ ενδιαφέρον από τυπολογική άποψη. Στην πραγματικότητα, το παρατακτικό και μπορεί να είναι δείκτης εστίασης, και αυτό αφορά όλες τις διαλέκτους. Η πολύ γνωστή ποντιακή παροιμία αναδεικνύει αυτή τη χρήση του και:


Εκουρφεύτεν και η σύκα κι είπεν είμαι ας' ούλτς καλλίων

Το ονοματικό σύνολο-υποκείμενο η σύκα συνδέεται με το ρηματικό σύνταγμα σε θέση σχολίου (νέα πληροφορία), και έτσι η εστία τοποθετείται στο σύνολο-υποκείμενο.

Η δομή αυτή είναι κοινή στις βαλκανικές γλώσσες και, γι' αυτό, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στους περίφημους «πρωτογενείς βαλκανισμούς».

Γνωρίζουμε καλά, στη γενική τυπολογία, ότι η χρήση ενός παρατακτικού συνδέσμου όπως ο και ως δείκτη εστίασης υπάρχει και σε άλλες γλώσσες, π.χ. στη ρωσική και αλλού. Η αναφορά στη γεωγραφική περιοχή, που αποτελούσε τη θεωρητική βάση της βαλκανολογίας, τίθεται σε αμφισβήτηση από τη γενική τυπολογία.

4.1. Η μορφή του ονοματικού συντάγματος καταδεικνύει πολύ καλά τη σημασία της ελληνικής ως χρονολογικού και τυπολογικού σημείου αναφοράς.

Το ονοματικό σύστημα χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πτωτικών δεικτών (πτώσεων) που συνδέονται με την οριστικότητα, από το προτιθέμενο άρθρο, που σε μεγάλο βαθμό υποστηρίζει την πτωτική μορφολογία και, τέλος, από τη διάκριση των ονομάτων σε τρεις τάξεις (ή γένη), αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο, οι οποίες με τη σειρά τους συνδέονται με τον αριθμό, ενικό ή πληθυντικό. Η τάξη των ουδέτερων ονομάτων συνιστά ιδιαίτερο σύστημα από την άποψη της δείξης των συντακτικών λειτουργιών και των σημασιολογικών ρόλων. Οι τάξεις των αρσενικών και θηλυκών ονομάτων εμφανίζουν ένα σύστημα χαρακτηριστικά αιτιατικό. Το σύστημα του νότιου και νησιωτικού συνόλου, καθώς και αυτό της κοινής νέας ελληνικής (δημοτικής) είναι το ακόλουθο:[1]

πτωτικός δείκτηςσυντακτική λειτουργίασημασιακός ρόλος
αρσενικό/θηλυκόονομαστικήυποκείμενο (Συντελεστής1)Δράστης Ωφελούμενος/Βιώνων (μέσα ρήματα)
γενικήΟνοματικός προσδιορισμόςαντικείμενο2 (Συντελεστής3)Ωφελούμενος/ Βιώνων
αιτιατικήαντικείμενο1 (Συντελεστής2)Πάσχων
ουδέτερομηδενική πτώσηυποκείμενο (Συντελεστής1),αντικείμενο1 (Συντελεστής2)ΔράστηςΠάσχων
γενικήΟνοματικός προσδιορισμόςαντικείμενο2 (Συντελεστήςή Μετέχων3)Ωφελούμενος/Βιώνων

Οι βόρειες διάλεκτοι, καθώς και η ανατολική ελληνική (ελληνοκριμαϊκή, ποντιακή κλπ.), εμφανίζουν μια κατάσταση όπου η αιτιατική αναλαμβάνει τις λειτουργίες Α(ντικείμενο)1 και Α2 ή Α3, καθώς και τους ρόλους του Πάσχοντος ή του Ωφελούμενου/Βιώνοντος. Στο σύνολο αυτό, η γενική περιορίζεται αποκλειστικά στη λειτουργία του ονοματικού προσδιορισμού. Έχουμε δηλαδή μια «διασπασμένη αιτιατικότητα [accusativité clivée, split accusativity].

4.2. Από άποψη μορφολογίας και καταγωγής, το αλβανικό ονοματικό σύστημα είναι το πιο κοντινό στην αρχαία και νέα ελληνική. Τα ονόματα διακρίνονται τυπικά σε τρία σύνολα: αρσενικά//θηλυκά/ενικός//πληθυντικός. Τα ονόματα πληθυντικού αριθμού μοιάζουν με τα ουδέτερα της ελληνικής. Η οριστικότητα και ο ονοματικός προσδιορισμός δηλώνονται με το προτιθέμενο άρθρο (i/e, të) όπως στην ελληνική. Το ενδιαφέρον από τυπολογική άποψη είναι ότι οι πτώσεις δηλώνουν την οριστικότητα.

Βλέπουμε ότι η ελληνική και η αλβανική συνιστούν ένα πραγματικό σύνολο από διαχρονική και συγχρονική άποψη, απέναντι στη βουλγαρομακεδονική, της οποίας η πρόσφατη εξέλιξη κατά τον Μεσαίωνα είναι πολύ γνωστή.

Η ελληνική δεν μπορεί να ερμηνεύσει τα πάντα. Η μαρτυρία της, ωστόσο, μέσα στον χρόνο τής επιτρέπει να παίζει τον ρόλο της ασφαλιστικής δικλείδας στην ερμηνεία των φαινομένων.

Μετάφραση: Μαρία Αραποπούλου
Επιλογή υπερκειμένων: Δώρης Κυριαζής

Βιβλιογραφία

  1. BANFI, E. 1985. Linguistica balcanica. Bologna: Zanichelli.
  2. DEMIRAJ, S. 1988. Gjuha Shqipe dhe Historia e Saj. Τίρανα: Shtëpia botuese e Librit universitar.
  3. ----. 1994. Gjuhësi Ballkanike. Shkup: Logos-A.
  4. DRETTAS, G. 1987. Problèmes de linguistique balkanique. Bulletin de la Société de Linguistique de Paris (BSL), LXXXII (1) : 257-281.
  5. ----. 1997 Aspects pontiques. Παρίσι: Association de recherches pluridisciplinaires (Arp).
  6. ----. 1999. Le marquage du bénéficiaire/expérient en grec et en albanais : Peut-on généraliser la notion de relation dative dans la comparaison typologique ? Στο Typologie des langues, Universaux linguistiques, επιμ. Ch. Marchello-Nizia& A. Söres, 235-254. LYNX (ειδικό τεύχος). Παρίσι.
  7. ----. 2000. Marque de focus en grec commun et en pontique. Στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 20ής ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 122-131.
  8. HASPELMATH, M. E., E. KÖNIG, W., W. ŒSTERREICHER & W. RAIBLE.2001. Typology and Linguistic Universals. 2. Τόμ. Βερολίνο: Walter de Gruyter.
  9. HUMBERT, J. 1982. Syntaxe grecque. Παρίσι: Klincksieck.
  10. KOPITAR, J. 1829. Albanische, Walachische u. Bulgarische Sprache. Jahrbücher der Literatur III: 59-116. Wien. Ανατ. στο Jerneja Kopitarja Spisov 2(2) :227-273 (Lubljana: Knjiga, Rajko Nahtigal, 1945).
  11. MACKRIDGE, P. 1985. The Modern Greek Language. Οξφόρδη: Oxford University Press.
  12. ΜΑΥΡΟΧΑΛΥΒΙΔΗ, Γ. & Ι. Ι. ΚΕΣΙΣΟΓΛΟΥ. 1960. Το γλωσσικό ιδίωμα της Αξού. Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.
  13. SANDFELD, K. 1930. La linguistique balkanique, problèmes et résultats. Παρίσι: Honoré Champion.
  14. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, Χ. & Δ. ΤΟΜΠΑΪΔΗΣ. 1999. Η σημερινή διάλεκτος της Ουκρανίας (περιοχή Μαριούπολης). Αθήνα: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών.
  15. ΤΖΙΤΖΙΛΗΣ, Χ. & Χ. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, επιμ. 2000. Βαλκανική Γλωσσολογία. Συγχρονία και διαχρονία. Θεσσαλονίκη: Τομέας Γλωσσολογίας Α.Π.Θ.
  16. VAILLANT, A. & A. MAZON. 1938. L'Evangéliaire de Kulakia par les Slaves du Vas-Vardar. Παρίσι: Droz.
  17. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α.-Φ., επιμ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].

1 [Σ.τ.μ.] Μεταφράζονται ως εξής οι όροι: actant: συντελεστής (ή μετέχων)˙ agent: δράστης˙ bénéficiare: ωφελούμενος (ή ευεργετούμενος), expérient: βιώνων˙ patient: πάσχων.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:50