Επική ποίηση

1. Ομήρου, Οδύσσεια δ, στ. 550-560, μτφρ. Μ. Νικηφορίδη


καὶ μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων.
Τούτους μὲν δὴ οἶδα˙ σὺ δὲ τρίτον ἄνδρ' ὀνόμαζε,
ὅς τις ἔτι ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ
ἠὲ θανών˙ ἐθέλω δὲ καὶ ἀχνύμενός περ ἀκοῦσαι.
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ' αὐτίκ' ἀμειβόμενος προσέειπεν˙
υἱὸς Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκία ναίων˙
τὸν ἴδον ἐν νήσῳ θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντα,
νύμφης ἐν μεγάροισι Καλυψοῦς, ἥ μιν ἀνάγκῃ
ἵσχει˙ ὁ δ' οὐ δύναται ἥν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι˙
οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι,
οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ'εὐρέα νῶτα θαλάσσης.

Με τη σειρά μου κι εγώ απαντώ παίρνοντας το λόγο:
Ξέρω τώρα γι' αυτούς. Αλλά ονόμασέ μου τον τρίτο,
Που η στα τετράπλατα πελάη ζει ακόμα εμποδισμένος
ή πέθανε˙ θέλω ν' ακούσω κι η οδύνη ας με σφάζει.
Στα λόγια μου αυτά ιδού τι απόκριση εκείνος μου δίνει:
Του Λαέρτη ο γιος είναι, που κατοικία έχει στην Ιθάκη.
Δάκρυ κορόμηλο είδα τον σ' ένα νησί να χύνει,
στο μέγαρο της ξωθιάς Καλυψώς, όπου άθελά του
τον κρατάει και είναι αδύνατο στην πατρίδα του να' ρθει.
Ούτε καράβια με κουπιά έχει πια ούτε και συντρόφους
Για να τον ταξιδέψουν στην πλατιά θαλασσοράχη.