ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Η γλωσσική πραγματικότητα στην αρχαιότητα 

Κική Νικηφορίδου (2007) 

Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΗ

1. Η διαμόρφωσή της

Για διάφορους λόγους η αττική διάλεκτος είχε γίνει δεύτερη διάλεκτος πολλών Ελλήνων. Οι Αθηναίοι είχαν στο Αιγαίο μια μεγάλη αυτοκρατορία, όπου εχρησιμοποιείτο η Αττική διάλεκτος. Έχοντας στην κατοχή τους τον Πειραιά, διέθεταν το πιο μεγάλο λιμάνι της Ελλάδας, γεγονός που καθιστούσε την αττική διάλεκτο γλώσσα του εμπορίου. Η αττική διάλεκτος όμως, εκτός από τη γλώσσα του εμπορίου, είχε και την πνευματική αίγλη της γλώσσας των Τραγικών και των Φιλοσόφων. Για λόγους ευκολίας, ίσως και επιτήδευσης, τον 5ο αι. π.Χ. η «καλή μακεδονική κοινωνία» μιλούσε την αττική διάλεκτο. Στο μεγάλο ελληνομακεδονικό στρατό του 334, που συγκέντρωνε κληρωτούς απ' όλες τις πόλεις-κράτη, εκτός από τη Σπάρτη, η διάλεκτος που εχρησιμοποιείτο συνήθως ήταν η Αττική. Οι αποικίες που ίδρυσε ο Μ. Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του είχαν επίσης για κοινή διάλεκτο αυτή τη μορφή της Ελληνικής.

Η ευρεία διάδοση της Αττικής διαλέκτου, ανάμεσα στους Έλληνες και έπειτα στους ξένους, είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή της προφοράς της και την απλοποίηση της μορφολογίας της. Πολλοί από τους Έλληνες που υιοθέτησαν αυτή τη διάλεκτο ήταν ιωνικής καταγωγής, πράγμα που έδωσε στην κοινή αττική διάλεκτο έκδηλη ιωνική χροιά.

Χωρίς να προχωρήσουμε σε πλήρη ανάλυση αυτού του θέματος, θα επισημάνουμε ότι στο διπλό -ττ- της αττικής διαλέκτου αντιστοιχεί στην Ιωνική και στην Κοινή το διπλό -σσ- (γλῶττα: γλῶσσα, θάλαττα: θάλασσα, μέλιττα: μέλισσα). Σε ορισμένες λέξεις η Αλεξανδρινή Κοινή διατηρεί την ιωνική μορφή, ενώ η Νεοελληνική σε πρόσφατους σχηματισμούς αττικίζει, δηλαδή υιοθετεί τη μορφή τη ιωνικής-αττικής διαλέκτου· πρβλ. τις λέξεις λαός, ναός με τις λέξεις λεωφόρος, νεωκόρος.

2. Εξελικτικά στάδια της ελληνικής μετά την ελληνιστική κοινή

Η Αλεξανδρινή Κοινή μιλιέται θεωρητικά ως σήμερα. Ορισμένα ιστορικά γεγονότα, ωστόσο, προκάλεσαν σημαντικές εξελίξεις, πράγμα που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τέσσερις περιόδους.

α) Μακεδονική και Ρωμαϊκή περίοδος (από το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., ως την αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου, το 642 μ.Χ., με την άλωση της Αλεξάνδρειας).

Το τέλος της περιόδου δεν συμπίπτει με ένα γεγονός γλωσσικής φύσης, αλλά απλά με τη διακοπή της σύνταξης αιγυπτιακών παπύρων σε μια γλώσσα που πλησίαζε την ομιλούμενη Ελληνική, γεγονός που μας στερεί τη δυνατότητα παρακολούθησης της φυσικής εξέλιξης της γλώσσας από τον 7ο αι. και μετά.

β) Σκοτεινή περίοδος (από τον 7ο ως τον 11ο μ.Χ. αι.)

Τα αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτουμε είναι πολύ ελλιπή και βασίζονται στα λάθη κειμένων που είναι γραμμένα σε αρχαϊκή γλώσσα. Ένα αξιοσημείωτο γεγονός αυτής της περιόδου είναι ότι το λεξιλόγιο εξακολουθεί να δέχεται έντονες επιδράσεις από τη λατινική γλώσσα (βλ. το Περί βασιλείου τάξεως του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου, 10ος αι.).

Στο τέλος της περιόδου έχει ήδη διαμορφωθεί η Νεοελληνική. Ένας σημερινός Έλληνας κατανοεί τη λαϊκή γλώσσα των μέσων του 12ου αι., έτσι όπως εμφανίζεται για παράδειγμα στα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, ενώ ένας Γάλλος χωρίς μόρφωση δεν καταλαβαίνει το Άσμα του Ρολάνδου (12ος αι.).

γ) Περίοδος της μεσαιωνικής Ελληνικής γλώσσας (από τον 12ο αι. έως το 1453).

Αρχίζουν να γράφονται λογοτεχνικά κείμενα σε μια γλώσσα που προσεγγίζει την ομιλούμενη (Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, 12ος αι., Ιπποτικά μυθιστορήματα, 14ος και 15ος αι.)

Η τέταρτη Σταυροφορία (άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, 1204) αποτελεί σταθμό στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Η αρχαία ελληνική παύει να χρησιμοποιείται, επομένως και να επιβάλλεται από την κεντρική διοίκηση του Βυζαντίου. Η διαίρεση του ελληνικού χώρου σε πριγκιπάτα διευκολύνει τη διαφοροποίηση της ομιλούμενης Κοινής. Από τότε χρονολογείται η εμφάνιση των νεοελληνικών διαλέκτων. Από το 14ο αι. διαθέτουμε έγγραφα που περιέχουν σαφή κρητικά και κυρίως κυπριακά στοιχεία (Ασσίζες της Κύπρου).

δ) Η περίοδος της Τουρκοκρατίας (1453-1821)

Εκτός από τη σταθεροποίηση του ανεξάρτητου μορφήματος του μέλλοντος, ή του δείκτη θα, στις αρχές του 17ου αι., οι κυριότερες γλωσσικές αλλαγές αφορούν το λεξιλόγιο. Κατά το τέλος της περιόδου κυρίως, ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, η ελληνική γλώσσα αφομοιώνει μεγάλο αριθμό ανατολικών λέξεων (τουρκικών ή αραβικών και περσικών που πέρασαν στην Ελληνική μέσω της τουρκικής γλώσσας). Η μορφολογία και η σύνταξη δεν είναι επηρεασμένες από την τουρκική γλώσσα, εκτός από τις διαλέκτους της Μικράς Ασίας. Η Ελληνική των νησιών του Ιονίου προστατεύεται απ' αυτή την εισβολή της τουρκικής γλώσσας, το λεξιλόγιο όμως δέχεται μεγάλο αριθμό λέξεων από τη διάλεκτο των Βενετών που κατέλαβαν τη χώρα. Οι μεταφράσεις ευρωπαϊκών έργων, κυρίως γαλλικών, δείχνουν την ανεπάρκεια της ομιλούμενης σε αφηρημένους όρους. Τους καινούριους όρους θα τους δανειστούν άραγε από τις ευρωπαϊκές γλώσσες ή θα τους υιοθετήσουν από την αρχαία ελληνική γλώσσα; Η δεύτερη λύση είναι αυτή που θα επικρατήσει.

Από το 16ο αι. (Σοφιανός) και σαφέστερα το 18ο αι. (Καταρτζής και Κοραής), αρχίζει να τίθεται το ζήτημα της γραπτή γλώσσας που είναι κοινή σε όλους τους Έλληνες (το γλωσσικό ζήτημα).

Το χάσμα ανάμεσα στην ομιλούμενη και την αρχαία Ελληνική γλώσσα είναι εκείνη την εποχή πολύ μεγάλο, για να μπορέσει η Αττική διάλεκτος να χρησιμεύσει στη διάδοση της παιδείας και της επιστήμης. Αντιμετωπίζεται, λοιπόν, το ενδεχόμενο είτε μιας συστηματοποίησης της ομιλούμενης είτε για ένα ενμέρει εξαρχαϊσμό της που χαρακτηρίζεται ως «καλλωπισμός». Αυτή η δεύτερη λύση που πρότεινε ο Κοραής και που θα ονομαστεί καθαρεύουσα, θα υπερισχύσει την επόμενη περίοδο.

Η ελληνική γλώσσα στον ελληνιστικό κόσμο και τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία

Αφετηρία για μια ιστορία της μεσαιωνικής και νέας ελληνικής πρέπει να γίνει «η κοινή διάλεκτος», δηλ. η κοινόχρηστη ελληνική γλώσσα του ελληνιστικού κόσμου. Ο γλωσσικός αυτός τύπος από την αρχή έγινε το μέσο επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα στα καινούρια ελληνικά αστικά κέντρα, που ιδρύθηκαν από τις ακτές της Μικράς Ασίας ίσαμε τις πεδιάδες του Punjab της Ινδίας, από το Syr-Darya στα βόρεια ως τα νησιά της Socotra στο νότο. Στην Ελλάδα, η Κοινή γρήγορα έγινε η επίσημη διοικητική γλώσσα, και ως μέσο γενικής επικοινωνίας βαθμιαία παραμέρισε τις παλιές διαλέκτους. Ταυτόχρονα, έγινε και το κοινό γλωσσικό όργανο της πεζογραφίας, εκτός από λίγες επαγγελματικές ομάδες, που κράτησαν τη δική τους γλωσσική μορφή, όπως π.χ. οι γιατροί, που έγραφαν στον ιωνικό τύπο του Ιπποκράτη, και οι Πυθαγόρειοι, που έγραφαν στη δωρική διάλεκτο της νότιας Ιταλίας.

Η ποίηση εξακολουθούσε να γράφεται στους παραδομένους γλωσσικούς τύπους, παρ' όλο που και αυτοί δεν απέφυγαν ολότελα την επίδραση της Κοινής.

Οι αρχές της Κοινής, στην ουσία, δεν έχουν και μεγάλη σημασία για την ιστορία της μεταγενέστερης ελληνικής γλώσσας, παρ' όλο που στο παρελθόν συζητήθηκαν πολύ και έτσι πολλές πλευρές του προβλήματος, που ήταν άλλοτε σκοτεινές, φωτίστηκαν σήμερα. Εδώ θα περιοριστούμε στην παραδεγμένη γνώμη για τις αρχές της Κοινής και έπειτα θα περιγράψουμε τη γλώσσα, τονίζοντας ιδιαίτερα τις αλλαγές, που μπορούν να διαγραφούν στην εξέλιξή της.

Στον τέταρτο προχριστιανικόν αιώνα, στις περιοχές όπου μιλιόνταν τα ελληνικά, δεν υπήρχε γλωσσική ενότητα. Κάθε πόλη χρησιμοποιούσε ως επίσημη γλώσσα της δική της διάλεκτο, που ήταν ταυτόχρονα και το καθημερινό μέσο επικοινωνίας των πολιτών της. Τα γλωσσικά αυτά ιδιώματα ήταν αμοιβαία κατανοητά και οι πιο πολλοί Έλληνες ήταν συνηθισμένοι ν' ακούν διάφορα ιδιώματα. Επίσης, υπήρχε όχι μία, αλλά πολλές λογοτεχνικές γλώσσες ─ η επική ποίηση γραφόταν στην πολύπλοκη Kunst-sprache της ομηρικής παράδοσης, που οι ρίζες της απλώνονται ίσαμε τον μυκηναϊκό κόσμο, παρ' όλο που η επική γλώσσα στην αναπτυγμένη μορφή της είχε γνωρίσματα κυρίως ιωνικά. Η λυρική ποίηση γραφόταν σε μια δωρίζουσα διάλεκτο με γνωρίσματα, που ολικά δεν χαρακτήριζαν καμμιάν αρχαία ελληνική ζωντανή διάλεκτο. Η χρήση αυτών των «λογοτεχνικών διαλέκτων» εξαρτιόταν από το λογοτεχνικό είδος και όχι από την τοπική διάλεκτο του συγγραφέα.

Η πεζογραφία, που αναπτύχθηκε αργότερα από την ποίηση, γραφόταν σε διάφορες διαλέκτους - π.χ. στην ιωνική από τους περισσότερους συγγραφείς στις αρχές και τα μέσα του 5ου αιώνα· σε ένα είδος κοινής δωρικής από τους πιο πολλούς συγγραφείς της Σικελίας και νότιας Ιταλίας κ.ο.κ. Αλλά προς το τέλος του 5ου αιώνα η αττική διάλεκτος χρησιμοποιόταν ολοένα και πιο πολύ ως γλώσσα πεζογραφίας, ακόμη και από μη-Αθηναίους. Είναι χαρακτηριστικό πως οι λόγοι του Γοργία του Λεοντίνου ─από την ιωνική πόλη της ανατολικής Σικελίας─ που τους παρουσίαζε σαν πρότυπα ρητορικής τέχνης στις πόλεις της Ελλάδος στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αι. ─ φαίνεται ότι γράφτηκαν στην αττική διάλεκτο.

Η πολιτική δύναμη και το πνευματικό γόητρο της Αθήνας έγιναν αιτία να χρησιμοποιείται η αττική ως όργανο γενικής επικοινωνίας, ως lingua franca σε όλη την Ελλάδα. Επίσημοι από την Αθήνα επισκέπτονταν ή έμεναν μόνιμα σε πολλές πόλεις γύρω στο Αιγαίο και Αθηναίοι άποικοι εγκαταστάθηκαν σ' αυτές. Πολίτες από πόλεις υποταγμένες στην Αθήνα έφερναν τις υποθέσεις τους ολοένα και πιο πολύ στα δικαστήρια της Αθήνας. Και σε χαμηλότερα κοινωνικά επίπεδα, πολλές χιλιάδες «σύμμαχοι» υπηρετούσαν στο αθηναϊκό ναυτικό ως κωπηλάτες. Ο Πειραιάς ήταν το μεγάλο εμπορικό και αποθηκευτικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου και εκεί, όπως και στην Αθήνα, υπήρχε μια μεγάλη κοινότητα μετοίκων από όλα τα μέρη του ελληνικού κόσμου. Έτσι, απλώθηκε η χρήση και η γνώση του αττικού λόγου στο τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα. Η ήττα των Αθηναίων το 404 π.Χ. δεν επηρέασε τις κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις, που ευνοούσαν το άπλωμα του αττικού ιδιώματος. Αλλά η αττική αυτή διάλεκτος, με την τόση χρήση της έξω από τα όρια της Αττικής, αλλοιώθηκε κατά κάποιον τρόπο, και μάλιστα μερικοί σύγχρονοι συγγραφείς αναφέρουν ότι πολλές λέξεις από άλλα ιδιώματα πολιτογραφήθηκαν στον προφορικό λόγο της κοσμοπολίτικης κοινωνίας του Πειραιά και της Αθήνας. (Ψευδοξενοφ. Αθην. Πολιτ. 2-8).[1]

Η ανάμειξη αυτή ήταν κυρίως ιωνική και επηρέασε όλα τα γλωσσικά στρώματα από τη φωνητική (-σσ- αντί το αττικό -ττ-) ίσαμε το λεξιλόγιο. Ταυτόχρονα, συγγραφείς, ακόμα και Αθηναίοι, που απευθύνονταν στο πανελλήνιο, προσπαθούσαν ν' αποφεύγουν μερικά χαρακτηριστικά αττικά γνωρίσματα και να δίνουν στο λόγο τους μιαν ιωνική απόχρωση.

Έτσι, ο Θουκυδίδης, που έγραφε για όλο τον ελληνικό κόσμο, αντικαθιστά το αττικό -ττ- με το ιωνικό (και μπορεί να πει κανείς κοινό ελληνικό) -σσ-, το -ρρ- με το -ρσ- κ.ο.κ.

Αντίθετα, ο Παλαιός Ολιγαρχικός (ο συγγραφέας της διατριβής για την «Αθηναίων Πολιτεία», που η χειρογραφική παράδοση λαθεμένα την απέδωσε στον Ξενοφώντα) την πολιτική του συγγραφή, που την προόριζε για τους Αθηναίους αναγνώστες, την έγραψε στον καθαρά αττικό γλωσσικό τύπο. Οι δύο αυτοί παράγοντες, επιδρώντας σε διαφορετικά επίπεδα, είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο διευρυμένος τύπος της αττικής διαλέκτου, που έγινε η κοινή γλώσσα όλης σχεδόν της Ελλάδος στον 4ο αιώνα. Αυτός ο καινούριος γλωσσικός τύπος διέφερε σημαντικά από την καθαρή διάλεκτο που μιλούσαν οι χωρικοί της Αττικής.

Στον τέταρτο αιώνα, τα αττικά, είτε στον διευρυμένο τύπο τους είτε στον καθαρό, έγιναν η πρότυπη γλώσσα της πεζογραφίας. Όχι μόνον Αθηναίοι, όπως ο Ξενοφών, ο Ισοκράτης, ο Δημοσθένης και ο Πλάτων, έγραφαν στα αττικά, αλλά και συγγραφείς από άλλα μέρη της Ελλάδος, που η τοπική τους διάλεκτος διέφερε όχι μόνο από τα αττικά, αλλά και ανάμεσά τους: όπως ο Αινείας από τη Στύμφαλο, ο Αριστοτέλης από τα Στάγειρα, ο Δείναρχος από την Κόρινθο, ο Θεόφραστος από την Ερεσό της Λέσβου, ο Έφορος από την Κύμη της Μικράς Ασίας, ο Θεόπομπος από τη Χίο, ο Αναξιμένης από τη Λάμψακο, και άλλοι.

Έτσι, όταν στα μισά του τέταρτου αιώνα ο Φίλιππος της Μακεδονίας αποφάσισε να υψώσει το καθυστερημένο βασίλειό του στο ανάστημα μεγάλης δύναμης, υιοθέτησε τα αττικά ως επίσημη γλώσσα της μακεδονικής διπλωματίας και διοίκησης. Ο γιος του Αλέξανδρος άπλωσε τη μακεδονική κυριαρχία ίσαμε την Αίγυπτο, το Παμίρ και το ποτάμι Jumma. Η αττική διάλεκτος, στη διευρυμένη διεθνική της μορφή, έγινε επίσημη γλώσσα, καθώς και η γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας για πολυάριθμες ελληνικές πόλεις, που ιδρύθηκαν από τον Αλέξανδρο και τους διαδόχους του και που οι κάτοικοί τους είχαν έρθει από διάφορες περιοχές της Ελλάδος. Τα αλλοιωμένα αυτά αττικά -η κοινή διάλεκτος των γραμματικών- έγινε η μητρική γλώσσα των νέων ελληνικών αστικών κέντρων στην Αίγυπτο, Συρία, Μικρά Ασία, Μεσοποταμία και στον ιρανικό κόσμο.

Στην παλιά Ελλάδα η Κοινή σιγά-σιγά παραμέρισε τις παλιές διαλέκτους. Αλλά το ζήτημα αυτό θα το εξετάσουμε αργότερα. Η κοινή διάλεκτος έγινε, καθώς είπαμε εκτός από λίγες εξαιρέσεις, η γλώσσα της πεζογραφίας σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο και εξελίχθηκε σε ένα γλωσσικό τύπο, που δεν είχε πια τις ρίζες του στην προφορική γλώσσα μιας μόνο περιοχής.

Οι γνώσεις μας για την Κοινή προέρχονται:

  1. Από τα γραμματειακά κείμενα που γράφτηκαν σ' αυτήν, όπως οι Ιστορίες του Πολύβιου και του Διόδωρου του Σικελιώτη, οι Διατριβές του Επίκτητου.
  2. Από τη μετάφραση στα ελληνικά των εβραϊκών γραφών, που έγινε στην Αλεξάνδρεια τον τρίτο προχριστιανικόν αιώνα. (Η μετάφραση των Ο΄).
  3. Από την Καινή Διαθήκη και μερικά άλλα πρώιμα χριστιανικά κείμενα.
  4. Από πολλές επιστολές και άλλα ντοκουμέντα γραμμένα σε παπύρους, που βρέθηκαν στην Αίγυπτο και χρονολογούνται από το τέλος του τέταρτου προχριστιανικού αιώνα ίσαμε τον όγδοο μεταχριστιανικό αιώνα.
  5. Από τις παρατηρήσεις των γραμματικών δασκάλων.

Τα γραμματειακά κείμενα μάς δείχνουν μια σχεδόν τυποποιημένη γλώσσα, που χωρίς αμφιβολία ήταν το μέσο της επίσημης επικοινωνίας των μορφωμένων. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, που είναι πιστή στο ιερό κείμενο, έχει πολλούς εβραϊσμούς και ο γλωσσικός της τύπος είναι πιο κοντά στην ζωντανή ομιλία, παρά στα γραμματειακά κείμενα. Η Καινή Διαθήκη, που γράφτηκε από ανθρώπους χωρίς αρχαϊστική παιδεία -μερικά μάλιστα βιβλία της πρωτογράφτηκαν στα αραμαϊκά- πλησιάζει πολύ στη γλώσσα της προφορικής ομιλίας. Στο παρελθόν έγινε μεγάλη συζήτηση για τον γλωσσικό τύπο της Καινής Διαθήκης. Πολλοί μελετητές νόμισαν ότι γράφτηκε σε έναν ξεχωριστό γλωσσικό τύπο, που μεταχειρίζονταν οι εβραϊκές κοινότητες της Μέσης Ανατολής και μ' αυτήν τη δοξασία ζητούσαν να εξηγήσουν τις διαφορές ανάμεσα στη γλώσσα της Καινής Διαθήκης και στη γλώσσα της λογοτεχνίας. Οι ενδείξεις που μας έδωσαν τα τελευταία 75 χρόνια οι αναρίθμητες επιστολές και τα έγγραφα, όλα γραμμένα σε πάπυρο, έδειξαν πως η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, όταν πρωτογράφτηκε, καθρέφτιζε την προφορική Κοινή του ελληνιστικού κόσμου. Υπάρχουν αρκετά φιλολογικά κείμενα -όπως οι Διατριβές του Επίκτητου- που γλωσσικά πλησιάζουν σε πολλά σημεία την Καινή Διαθήκη, και ο λόγος είναι πως γράφτηκαν σε μια κάπως λιγότερο τυποποιημένη μορφή από τον κύριο όγκο της ελληνιστικής πεζογραφίας. Οι γλωσσικές παρατηρήσεις των γραμματικών είναι υποπροϊόντα μιας αρχαϊστικής κίνησης, που ζητούσε να ξαναθρονιάσει την αρχαία αττική διάλεκτο ως γλώσσα λογοτεχνίας και ως όργανο επικοινωνίας μιας μικρής πνευματικής αριστοκρατίας. Για την κίνηση αυτή θα μιλήσουμε παρακάτω.

Οι λέξεις και οι τύποι, που οι γραμματικοί συμβουλεύουν τους μαθητές τους να μη μεταχειρίζονται, είναι λέξεις και τύποι της Κοινής.

Η Κοινή, φυσικά, δεν έμεινε κοκαλωμένη, αλλά βρισκόταν σε μια συνεχή ανάπτυξη και δίχως αμφιβολία υπήρχαν και τοπικές διαφορές. Ο γεωγράφος Στράβων αναφέρει τοπικές διαφορές προφοράς στον ελληνιστικό κόσμο. Οι διαφορές αυτές, φυσικά, ήταν πιο τονισμένες στον ελλαδικό χώρο, όπου οι αρχαίες διάλεκτοι αργοπέθαιναν, και λιγότερο τονισμένες στον απέραντο χώρο της νέας εποίκησης, όπου δεν υπήρχε διαλεκτικό υπόστρωμα. Όλες όμως οι ενδείξεις που έχουμε δείχνουν πως η Κοινή, σε όλο τον ελληνιστικό χώρο, ήταν αξιοθαύμαστα ομοιόμορφη. Έναν πετυχημένο σύγχρονο παραλληλισμό μας δίνουν τα αγγλικά της βόρειας Αμερικής και όχι τα αγγλικά της Αγγλίας, τα ισπανικά της κεντρικής και νότιας Αμερικής και όχι τα ισπανικά της Ισπανίας.

Είναι δύσκολο να χρονολογηθούν με ακρίβεια οι γλωσσικές αλλαγές. Οι γραμματισμένοι είχαν την τάση να διατηρούν στο λόγο τους λέξεις και τύπους, που ο λαός στην ομιλία του τους αντικαθιστούσε με άλλους νεώτερους και, δυστυχώς, όλες μας οι ενδείξεις προέρχονται από τους γραμματισμένους. Οι φωνολογικές αλλαγές, ιδιαίτερα, καλύπτονται από την ιστορική ορθογραφία και συχνά μπορούν να ανακαλυφτούν μόνο από τα ορθογραφικά λάθη, που βρίσκουμε στις παπυρικές επιστολές και τα έγγραφα. Παρακάτω θα περιγράψουμε πρώτα τα γνωρίσματα που ξεχωρίζουν την Κοινή των πρώτων χρόνων από την αττική διάλεκτο της αρχαίας λογοτεχνίας και έπειτα θα καταγράψουμε τις κυριότερες αλλαγές, που μπορούν να μελετηθούν στην περίοδο από το Μ. Αλέξανδρο ίσαμε τον Ιουστινιανό.

1 Σημ. Μεταφρ. «Ἀθηναῖοι… κεκραμένῃ [φωνῇ χρῶνται] ἐξ ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων».

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:44