Δίγλωσσο γλωσσάριο όρων εφαρμοσμένης γλωσσολογίας

Επιλογές αναζήτησης

 

1 εγγραφή
ξένη γλώσσα [foreign language]

H γλώσσα που ένα άτομο έμαθε ή μαθαίνει αφού έχει ήδη μάθει τη μητρική του γλώσσα, πράγμα που υπονοεί τη μεγάλη δυσκολία που υπάρχει σε αυτή την ξένη γλώσσα για να τη μάθει τόσο καλά όσο τη μητρική του.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
92, 122, 137, 138, 140, 143, 146, 148, 150, 153, 154, 156
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες