Δίγλωσσο γλωσσάριο όρων εφαρμοσμένης γλωσσολογίας

Επιλογές αναζήτησης

 

83 εγγραφές [1 - 10]
ολική άγνοια [total ignorance]

Είναι η παντελής έλλειψη γνώσης για ένα γεγονός, γι' αυτό και η σχετική ερώτηση αρχίζει με ρήμα και δεν περιέχει το διαζευκτικό ή.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
203, 259
ολοφράσεις [holophrases]

Σύντομες φράσεις που αποτελούνται από μια λέξη ή απο δυο σύντομες λεξεις, που χαρακτηρίζουν το λόγο των πολυ μικρών παιδιών, στη μητρική ή στην ξένη γλώσσα, με τις οποίες προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις επικοινωνιακές τους ανάγκες. Τέτοιες φράσεις είναι μπαμπά, μαμά, ελα δώ κλπ. και σιγά-σιγά αυξάνουν σε αριθμό λέξεων και γίνεται αντιληπτό ότι αποτελούνται από επιμέρους λέξεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τέτοιες ολοφράσεις χρησιμοποιούνται και από ενήλικες: ευχαριστώ, παρακαλώ, πολύ καλά, κλπ.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
4
ομάδα [group]

Ένας αριθμός ανθρώπων με πολλά κοινά ενδιαφέροντα και πολλές κοινές επιδιώξεις, π.χ. μια τάξη μαθητών θεωρητικά αποτελείται από άτομα που ενδιαφέροντα για ό, τι διδάσκεται και επιδιώκουν να κατακτήσουν τη σχετική μάθηση.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
1, 3, 10, 11, 34, 46 9, 25, 175
ομάδα στόχος [target group]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
6, 7, 12 3 175 18, 150
ομιλητής [speaker / oral language user]

Tο άτομο που είναι σε θέση να παράγει προφορικό λόγο και κατ' επέκταση να χρησιμοποιεί τη γλώσσα γενικά, αφού οποιαδήποτε χρήση συνήθως αρχίζει με την ικανότητα του προφορικού λόγου.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
18, 20, 29, 30, 36, 46, 48, 49, 55, 56, 57, 88, 92, 94, 97, 99, 122, 123, 127, 130, 131, 132, 134, 135, 136, 137, 139, 142, 144, 145, 147, 148, 149, 150, 153, 156, 165, 167, 173, 175, 176, 177, 178, 181, 184, 191, 203, 206, 211, 214, 216, 219, 223, 232, 2
ομιλητής έμπειρος [experienced speaker]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
171, 172, 172
ομιλητής κοινός [common speaker]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
183
ομιλητής μη φυσικός [non native speaker]

Tο άτομο το οποίο ομιλεί μια γλώσσα την οποία έμαθε αφού πρώτα έχει μάθει τη μητρική του γλώσσα - και επομένως οι γνώσεις του και οι δεξιότητές του στη δεύτερη αυτή γλώσσα συνήθως υπολείπονται των αντίστοιχων της μητρικής.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
86, 88, 92 95 14, 16, 25, 26, 35, 177, 177, 181
ομιλητής μηφυσικός [non, native speaker]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
7, 96
ομιλητής μορφωμένος [educated speaker]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
181
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες