Δίγλωσσο γλωσσάριο όρων εφαρμοσμένης γλωσσολογίας

Επιλογές αναζήτησης

 

173 εγγραφές [1 - 10]
γειτνιαστικό ζεύγος [neighbouring pair]

Μια από τις πολύ συνήθεις εκφράσεις της καθημερινής επικοινωνίας, οι οποίες συγκροτούνται σε ζεύγη και είναι προβλέψιμες, δηλαδή η αναφορά (συνήθως ως ερώτηση) της πρώτης οδηγεί στη δεύτερη, εκτός αν ο συνομιλητής θέλει να πρωτοτυπήσει. Π.χ. Τι κάνεις; Καλά, ευχαριστώ.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
81, 82
γενική [genitive case]

Η πτώση στα κλιτά μέρη του λόγου που δείχνει κυρίως κτήση, π.χ. Tο βιβλίο του Γιάννη, αλλά και άλλες ιδιότητες.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
51, 108, 109, 11, 99, 118, 192, 193, 203, 206, 208, 211, 217, 218, 220 205, 214, 218, 219, 115, 206, 217, 220, 230, 233, 234, 125, 196, 205, 219
γενική διαιρετική [dividing genitive]

Η πτώση στα κλιτά μέρη του λόγου που δείχνει μέρος από ένα σύνολο, π.χ. αρκετοί των παρόντων, δηλαδή αρκετοί από τους παρόντες. Ο δεύτερος τρόπος έκφρασης (αρκετοί από τους παρόντες) είναι ο πιο συνηθισμένος στη σύγχρονη χρήση.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
118, 119, 120, 127 194, 209 207
γενική διασαφητική [genitive explanatory]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
194, 209
γενική κτητική [genitive showing possession]

Η γενική που δείχνει κτήση, π.χ. Το βιβλίο της Μαρίας.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
19, 20, 109, 120, 122 60, 62, 193, 208, 212 37, 206, 224, 259
γενική συγκριτική [comparative genitive]

Η πτώση που χρησιμοποιείται (όχι τόσο συχνά στη σύγχρονη χρήση) αντί για "από + αιτιατική". Π.χ. Ο μεγαλύτερος των γνωστών συγγραφέων = Ο μεγαλύτερος από τους σύγχρονους συγγραφείς.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
194, 209 207
γενική της αιτίας [genitive of cause]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
194, 209 207
γενική της ιδιότητας [genitive showing properties]

Η γενική που δείχνει ιδιότητα, π.χ. ηλικία, ΄Ενα κορίτσι είκοσι χρονών.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
109, 120 194, 208 40, 207
γενική του περιεχομένου [genitive of content]

Η γενική που χρησιμοποιείται για σκεύη και δοχεία για να δείξει πόσο είναι το εν δυνάμει ή το πραγματικό περιεχόμενο. Π.χ. ΄Ενα βαρέλι εκατό κιλών.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
194, 209 207
γενικό σχήμα [general schema]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
84
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...18   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες