φώνημα [phoneme]

φώνημα [phoneme]

Τα φωνήματα είναι οι πιο μικρές μονάδες της δεύτερης άρθρωσης με διακριτική αξία. Δεν είναι τα ίδια φορείς σημασίας , αλλά χρησιμεύουν στο να διαφοροποιoύν σημασιολογικά τις μονάδες της πρώτης άρθρωσης , τα μορφήματα . Αν π.χ. στη λέξη θέμα [ˈθema] αντικαταστήσουμε το αρχικό [θ] με το [ð] θα προκύψει μια λέξη με διαφορετική σημασία, δέμα [ˈðema]. Σε αυτή την περίπτωση, που η αντικατάσταση ενός φθόγγου με έναν άλλο οδηγεί σε σημασιολογική διαφοροποίηση, λέμε ότι οι δύο αυτοί φθόγγοι έχουν διακριτική λειτουργία και αντιπροσωπεύουν δυο διαφορετικά φωνήματα. Αν, αντίθετα, δυο φθόγγοι δεν μπορούν να αντικαταστήσουν ο ένας τον άλλο και να προκύψει διαφοροποίηση σημασίας, αλλά ο καθένας εμφανίζεται σε φωνητικά περιβάλλοντα όπου δεν μπορεί να εμφανιστεί ο άλλος, όπως π.χ. οι φθόγγοι [c] και [k] της ελληνικής ([ci΄lo], [ka΄la]), λέμε ότι οι δυο αυτοί φθόγγοι δεν αντιπροσωπεύουν διαφορετικά φωνήματα, αλλά αποτελούν αλλόφωνα ενός και του αυτού φωνήματος, δηλαδή διαφορετικές πραγματώσεις του ίδιου φωνήματος που οφείλονται στην επίδραση του διαφορετικού φωνητικού περιβάλλοντος στο οποίο εμφανίζονται. Τα αλλόφωνα ενός φωνήματος βρίσκονται σε συμπληρωματική κατανομή, δηλαδή το καθένα εμφανίζεται σε περιβάλλοντα που δεν εμφανίζεται το άλλο.

Τα φωνήματα είναι τμηματικές και ασυνεχείς μονάδες, περιορισμένου αριθμού σε κάθε γλώσσα της οποίας σχηματίζουν τα σημαίνοντα .

Κάθε φώνημα μπορεί να συνδυάζεται σε μια γλώσσα με τα άλλα φωνήματα, αναπτύσσοντας με αυτά συνταγματικές σχέσεις, σύμφωνα με ορισμένους νόμους που ισχύουν γι' αυτή τη γλώσσα και προσδιορίζονται από το περιβάλλον ή τα περιβάλλοντα όπου αυτό το φώνημα εμφανίζεται. Επίσης, κάθε φώνημα εμφανίζεται σε περιβάλλοντα όπου και άλλα φωνήματα θα μπορούσαν να εμφανιστούν, βρίσκεται δηλαδή σε αντίθεση με άλλα φωνήματα και οι σχέσεις του με αυτά είναι παραδειγματικές .

Κάθε φώνημα απαρτίζεται από έναν αριθμό διακριτικών χαρακτηριστικών με τα οποία διαφοροποιείται από τα άλλα φωνήματα της γλώσσας στην οποία ανήκει. Τα διακριτικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν ένα φώνημα δεν είναι τμηματικές μονάδες, δηλαδή δεν πραγματώνονται διαδοχικά το ένα μετά το άλλο, αλλά εμφανίζονται όλα μαζί ταυτόχρονα. Τα διακριτικά χαρακτηριστικά του φωνήματος /p/ π.χ. είναι τα χειλικό , κλειστό , άηχο και το συγκεκριμένο φώνημα προκύπτει από την ταυτόχρονη, και όχι τη διαδοχική, πραγμάτωσή τους.

Τα φωνήματα διαφοροποιούνται μεταξύ τους στη βάση των διακριτικών τους χαρακτηριστικών. Κάθε φώνημα διαφέρει από τα άλλα φωνήματα με τα οποία ανήκει στο ίδιο φωνολογικό σύστημα ως προς ένα ή περισσότερα διακριτικά χαρακτηριστικά. Το /p/ π.χ., που είναι χειλικό, κλειστό και άηχο, διαφέρει από το /b/, που είναι χειλικό, κλειστό και ηχηρό , ως προς ένα διακριτικό χαρακτηριστικό που είναι η ηχηρότητα. Αντίθετα, το /p/ διαφέρει ως προς όλα τα χαρακτηριστικά από το /γ/, που είναι υπερωικό , τριβόμενο και ηχηρό.

Η αντίθεση μεταξύ δυο φωνημάτων αποτελεί μια φωνολογική αντίθεση. Μια φωνολογική αντίθεση που λειτουργεί σε ορισμένα περιβάλλοντα μπορεί να μη λειτουργεί σε ορισμένα άλλα και τότε μιλάμε για ουδετεροποίηση . Η αντίθεση /p/~/b/ π.χ. δεν λειτουργεί στα ελληνικά πριν από άλλο σύμφωνο ενός δισυμφωνικού συμπλέγματος . Δεν μπορούμε δηλ. να αντικαταστήσουμε το /p/ με το /b/ πριν από το /t/ στη λέξη πτηνό (ptinó). Αυτό που εμφανίζεται στη θέση αυτή ονομάζεται αρχιφώνημα .

Τα φωνήματα είναι αφηρημένες και ασυνεχείς μονάδες που είναι εγγεγραμμένες στη συνείδηση των ομιλητών. Οι αφηρημένες αυτές μονάδες πραγματώνονται κατά την ομιλία με τη μορφή των φθόγγων, που είναι φυσικές οντότητες αντιληπτές με τις αισθήσεις. Παρόλο που τα φωνήματα είναι αφηρημένες μονάδες, μη αντιληπτές με τις αισθήσεις, οι ομιλητές, όταν χρησιμοποιούν τη γλώσσα, έχουν συνείδηση των φωνημάτων και όχι των πραγματώσεών τους που είναι οι φθόγγοι. Έτσι εξηγείται πώς οι έλληνες ομιλητές, ενώ αντιλαμβάνονται ότι τα [θ] και [ð] στις λέξεις θέμα και δέμα είναι διαφορετικά, δεν αντιλαμβάνονται καμιά διαφορά ανάμεσα στα [c] και [k] που είναι οι αρχικοί φθόγγοι στις λέξεις κιλό και καλό αντίστοιχα. Στη συνείδησή τους και οι δυο λέξεις αρχίζουν με το φώνημα /k/ και αυτό αντιλαμβάνονται. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μονάδες που συμβάλλουν στη διαφοροποίηση των μηνυμάτων είναι τα φωνήματα και όχι οι πραγματώσεις τους που είναι οι φθόγγοι.

Ενώ για τη φωνολογία της Σχολής της Πράγας και τους συνεχιστές της (Troubetzkoy, Jakobson, Martinet κ.ά.) το φώνημα, θεωρούμενο ως ένα σύνολο διακριτικών χαρακτηριστικών, αποτελεί τη βασική φωνολογική μονάδα, για τη γενετική φωνολογία η έννοια του φωνήματος δεν είναι συμβατή με το θεωρητικό της πλαίσιο και θεωρεί το διακριτικό χαρακτηριστικό ως τη βασική φωνολογική μονάδα με δυαδική αξία. Στο θεωρητικό αυτό πλαίσιο δεν γίνεται λόγος για φωνήματα, αλλά για τεμάχια που προκύπτουν από την κατάτμηση της αλυσίδας του λόγου και τα οποία αναπαριστώνται ως δέσμες διακριτικών χαρακτηριστικών.

Α. Χαραλαμπόπουλος

Πηγές

  • Lass, R. 1988. Phonology. An Introduction to Basic Concepts. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Martinet, A. 1976. Στοιχεία γενικής γλωσσολογίας. Μτφρ. Α. Χαραλαμπόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [΄Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
  • Nespor, M. 1999. Φωνολογία. Μτφρ. Α. Ράλλη, Α. Νάτσης & Α. Παπασταύρου. Αθήνα: Πατάκης.

 

Πεδίο

φωνολογία