συνταγματικές σχέσεις [syntagmatic relations]

συνταγματικές σχέσεις [syntagmatic relations]

Οι σχέσεις που συνάπτουν οι γλωσσικές μονάδες διατασσόμενες στον λόγο, σχέσεις δηλαδή μιας μονάδας με τα γλωσσικά της συμφραζόμενα, με ό,τι προηγείται και ό,τι έπεται· γι' αυτό και σχέσεις εν τη παρουσία. Π.χ. Η λέξη Γιάννης στο σύνταγμα -στην ακολουθία- Ο Γιάννης τρέχει βρίσκεται σε συνταγματική σχέση με το ο που προηγείται και το τρέχει που έπεται (βλ. και παραδειγματικές σχέσεις).

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)