προσεγγιστικό σύμφωνο [approximant consonant]

προσεγγιστικό σύμφωνο [approximant consonant]

Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τρόπο άρθρωσης . Πρόκειται για φθόγγους που επιτελούν τη λειτουργία συμφώνου, αλλά παράγονται με «χαλαρή», ανοιχτή, προσέγγιση των οργάνων που συμμετέχουν στην άρθρωσή τους. Κατά μία άλλη διατύπωση πρόκειται για φθόγγους που βρίσκονται μεταξύ συμφώνων και φωνηέντων και αποκαλούνται άτριβοι εξακολουθητικοί, δηλαδή κατά την άρθρωσή τους δεν παράγεται ακουστή τριβή (βλ. και εξακολουθητικό σύμφωνο, τριβόμενο σύμφωνο). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν, μεταξύ άλλων, τα πλευρικά σύμφωνα , τα ημίφωνα [j], [w], [ɰ] (το αστρόγγυλο αντίστοιχο του w) και τα [ɹ] (μεταφατνιακό ) και [ɻ] (ανακεκαμμένο ).

Μ. Αραποπούλου

Πηγές

  • Κρύσταλ, Ντ. 2000. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.
  • Pullum, G. K. & W. A. Ladusaw. 1996. Phonetic Symbol Guide. 2η έκδ. Σικάγο & Λονδίνο: The University of Chicago Press.

    http://en.wikipedia.org/wiki/Approximant_consonant

Μπορείτε να ακούσετε τους σχετικούς φθόγγους, μεταξύ άλλων, στις παρακάτω διευθύνσεις:

 

Πεδίο

φωνητική