πλευρικό σύμφωνο [lateral consonant]

πλευρικό σύμφωνο [lateral consonant]

Όρος που αναφέρεται στη διάκριση των συμφώνων με βάση τον τρόπο άρθρωσής τους. Κατά την άρθρωση των πλευρικών συμφώνων ο αέρας περνά από τη μία ή και τις δύο πλευρές της γλώσσας και όχι από τον κέντρο της στοματικής κοιλότητας. Συνήθως η άκρη της γλώσσα ακουμπά στα δόντια ή τα φατνία. Τα πιο συνηθισμένα πλευρικά σύμφωνα είναι προσεγγιστικά και ανήκουν στην κατηγορία των υγρών και συγκεκριμένα είναι η ομάδα των διάφορων [l]. Το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα εξής (αναφέρουμε τα πιο συνηθισμένα και οικεία στους ομιλητές της ελληνικής): [l] , [ʎ] (ουρανικό , όπως στην ελλ. λέξη ελιά), [ɫ] (υπερωικοποιημένο, όπως το «παχύ λ» κάποιων νεοελληνικών διαλέκτων).

Μ. Αραποπούλου

Πηγές

  • Crystal, D. 1997. The Cambridge Encyclopedia of Language. 2η έκδ. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Κρύσταλ, Ντ., 2000. Λεξικόγλωσσολογίαςκαιφωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.
  • Πετρούνιας, Ευ. [1984] 1993. Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση. 1ος τόμ. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
  • Pullum, G. K. & W. A. Ladusaw. 1996. Phonetic Symbol Guide. 2η έκδ. Σικάγο & Λονδίνο: The University of Chicago Press.

    http://en.wikipedia.org/wiki/Lateral_consonant

Μπορείτε να ακούσετε τους σχετικούς φθόγγους, μεταξύ άλλων, στις παρακάτω διευθύνσεις:

 

Πεδίο

φωνητική