Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "διγλωσσία"

2 items total [1 - 2]
διγλωσσία, κοινωνική / θεσμική [diglossia]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
διγλωσσία/διπλογλωσσία [biblingualism]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go