Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "γενετική"

4 items total [1 - 4]
γενετική θεωρία [generative theory]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γενετική μετασχηματιστική γραμματική [generative transformational grammar]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γενετική συγγένεια [genetic relationship]
Η συγγένεια μεταξύ ορισμένων γλωσσών που οφείλεται στην κοινή τους προέλευση από μια γλωσσική πρόγονο (η οποία ονομάζεται επαφή γλωσσών) ή σε καθολικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης γλώσσας. Η απόδειξη της συγγένειας μεταξύ γλωσσών και η αναγωγή τους σε μια κοινή μητέρα-γλώσσα γίνεται με βάση τις μεθόδους της ιστορικής γλωσσολογίας. Η μητέρα-γλώσσα μπορεί να είναι μαρτυρημένη (όπως η λατινική σε σχέση...
γενετική φωνολογία [generative phonology]
Βλ. φωνολογία
 
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go