Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "Ν*"

8 items total [1 - 8]
Νεογραμματικοί [Neogrammarians]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
νεολογισμός [neologism]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
νευρογλωσσολογία [neurolinguistics]
Ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εγκεφαλικές βάσεις του λόγου, τη συνεισφορά δηλαδή του κεντρικού ή περιφερειακού νευρικού συστήματος στην ικανότητα του ανθρώπου για γλώσσα. Κατά μία ειδικότερη έννοια, η νευρογλωσσολογία μελετά τις γλωσσικές διαταραχές (π.χ. διάφορες μορφές αφασιών), είτε επίκτητες είτε αναπτυξιακές, χρησιμοποιώντας τα μέσα περιγραφής κάποιας γλωσσολογικής θεωρίας και, στην πρόσφατη βιβλιογραφία, αντλώντας έννοιες από τον χώρο της...
νοητικό λεξικό [mental lexicon]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
νόμος της τρισυλλαβίας
Σύμφωνα με τον νόμο αυτό που αφορά τον τονισμό των λέξεων της ελληνικής, δεν επιτρέπεται να τονίζεται μια λέξη πριν από την προπαραλήγουσα, δηλαδή ο τόνος της λέξης πρέπει να εμφανίζεται σε μία από τις τρεις τελευταίες συλλαβές. Με βάση αυτό τον νόμο εξηγείται η μετακίνηση του τόνου στην παραλήγουσα, όταν μια κλιτική κατάληξη προσθέτει στη λέξη μία επιπλέον συλλαβή:...
νόμος του Grassmann [Grassmann's law]
Νόμος που αναφέρεται γενικά στην απώλεια της δασύτητας των συμφώνων και περιγράφει μια περίπτωση συμφωνικής ανομοίωσης. Οφείλει το όνομά του στον Hermann Gunther Grassmann, γερμανό μαθηματικό και γλωσσολόγο, και διατυπώθηκε το 1863 για να περιγράψει ένα φωνολογικό φαινόμενο της ελληνικής και της ινδικής κληρονομημένο από την ινδοευρωπαϊκή. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, το πρώτο δασύ μιας ακολουθίας δύο δασέων κλειστών...
νόμος του Osthoff [Osthoff's law]
Φωνολογικός κανόνας που διατυπώθηκε από τον γερμανό γλωσσολόγο Hermann Osthoff και περιγράφει την τάση των πρωτοϊνδοευρωπαϊκών (ΠΙΕ) μακρών φωνηέντων να βραχύνονται πριν από ένηχα (υγρά, έρρινα και ημίφωνα) /r l m n y w/ σε κλειστές συλλαβές, δηλαδή πριν συμπλέγματα του τύπου RΣ (ένηχο + σύμφωνο). Πρόκειται για φαινόμενο με ευρύτατη εφαρμογή στην αρχαία ελληνική, και βάσει αυτού αιτιολογείται η...
νόρμα [norm]
Η γλωσσική ποικιλία που αναγνωρίζεται ως πρότυπο ή κανόνας για την παραγωγή κυρίως του γραπτού και δευτερευόντως του προφορικού λόγου. Συνήθως πρόκειται για την επίσημη γλώσσα ενός κράτους. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go