Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "Ε*"

59 items total [1 - 10]
έγκλιση [mood]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
εγκλιτικά [enclitics]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
εθνική γλώσσα [national language]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
εθνογλωσσολογία [ethnolinguistics]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
εθνογραφία της επικοινωνίας [ethnography of communication]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
εθνομεθοδολογία [ethnomethodology]
Βλ. συνεχής λόγος
 
ειδικά λεξιλόγια [special vocabularies]
H διαφοροποίηση των ειδικών γλωσσών από τη γενική γλώσσα υπηρετείται κυρίως από τα σημασία στη φυσική από ό,τι στο γενικό λεξιλόγιο· η λεξική μονάδα λαμβάνει άλλη σημασία στην οικονομία, άλλη στη γλωσσολογία και άλλη στο γενικό λεξιλόγιο. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
ειδικές γλώσσες [special languages]
Οι γλώσσες που χρησιμοποιούν οι ειδικοί σε κάποιον τομέα, (επαγγελματικό, επιστημονικό κλπ.)∙ π.χ. η γλώσσα της φιλοσοφίας ή «τα αγγλικά για τις επιχειρήσεις και τη διοίκηση». Oι χρήση. Π.χ. H σημασιολογική εξειδίκευση που λαμβάνουν λέξεις ή εκφράσεις όπως στη γεωργία κλπ. καθορίζεται από τη χρήση τους στις επιστήμες αυτές. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την...
ειδική γλωσσική διαταραχή [specific language impairment]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
είδος λόγου [genre]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
< Previous   [1] 2 3 4 5   Next >
Go to page:Go