συναγωγή [inference]

συναγωγή [inference]

Ο όρος συναγωγή αναφέρεται γενικά σε νοητικές διεργασίες στο πλαίσιο της απόδοσης σημασίας και συγκεκριμένα στην άρρητη ή την υποδηλούμενη σημασία: όλα αυτά που εννοούνται χωρίς να εκφράζονται ακριβώς, επειδή οι συνομιλητές μοιράζονται συμβατικά ένα σύνολο παραδοχών για τον κόσμο, γεγονός που τους επιτρέπει να επικοινωνούν αποτελεσματικά χωρίς να είναι αναγκασμένοι να επεξηγούν τα πάντα. Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από διάφορες γλωσσολογικές παραδόσεις και είναι σημαντικό να διακρίνουμε, καταρχήν, μεταξύ λογικής συναγωγής και μη λογικής συναγωγής. Η πρώτη αναφέρεται στο φαινόμενο της συνεπαγωγής και εμπίπτει παραδοσιακά στη λογική σημασιολογία, ενώ η δεύτερη συνδέεται με φαινόμενα όπως τα υπονοήματα , η προϋπόθεση -και ενδεχομένως η δείξη, με την οποία δεν θα ασχοληθούμε εδώ- και εμπίπτει πρωτίστως στον χώρο της πραγματολογίας και της εξέτασης της σημασίας των γλωσσικών εκφράσεων τόσο εντός συμφραζομένων όσο και ως αποτελέσματος συνομιλιακής διαπραγμάτευσης (βλ. Thomas 1995∙ Κανάκης υπό έκδοση).

Η λογική συνεπαγωγή είναι ιδιότητα των γλωσσικών εκφράσεων καθαυτών και προκύπτει από όσα λέγονται (όσα δηλώνονται ρητά) (Yule 1996, 25). Ας δούμε ένα παράδειγμα για το είδος των υπόρρητων πληροφοριών που ενδέχεται να συνδέεται με μια πρόταση:

Η αδελφή του Βασίλη φύτεψε πέντε τριανταφυλλιές.

Η πρόταση (1) συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η αδελφή του Βασίλη έκανε κάτι, ότι φύτεψε πέντε φυτά, ότι φύτεψε τέσσερις τριανταφυλλιές, κ.ο.κ. Αυτές οι λογικές συνέπειες προκύπτουν από την ίδια την πρόταση. Άρα η συνεπαγωγή είναι λογική σχέση μεταξύ γλωσσικών τύπων και προκύπτει λόγω συστηματικών σημασιολογικών σχέσεων, όπως η υπωνυμία. Εφόσον το τριανταφυλλιά είναι υπώνυμο του φυτό, όποιος φύτεψε τριανταφυλλιές συνεπάγεται ότι φύτεψε φυτά, ο αριθμός πέντε συνεπάγεται όλους τους μικρότερους κλπ. Η συνεπαγωγή συνδέεται με την υπωνυμία και είναι τυπικό λογικό φαινόμενο που αφορά την αληθειακή σημασιολογία (βλ. Kempson 1975, 48 για ορισμό). Παρατηρήστε ότι αν η (1) είναι αληθής, τότε καθεμία από τις συνεπαγωγές της, (2α-γ), είναι αναγκαστικά αληθής:

(α) Η αδελφή του Βασίλη φύτεψε πέντε φυτά.
(β) Μια γυναίκα φύτεψε τρία φυτά.
(γ) Ένας άνθρωπος έκανε κάτι.

Ωστόσο, η συναγωγή αναφέρεται συχνότερα σε μη λογικά φαινόμενα που αφορούν τη συνομιλιακή διαπραγμάτευση και συγκατασκευή της σημασίας. Ένα από αυτά είναι η προϋπόθεση, δηλαδή μια υπόθεση του ομιλητή κατά την παραγωγή ενός εκφωνήματος . Στην καθημερινή μας γλωσσική επικοινωνία υποθέτουμε ότι κάποιες πληροφορίες είναι ήδη γνωστές στους συνομιλητές μας. Αυτές οι υπόρρητες πληροφορίες αποτελούν μέρος του μηνύματος, παρότι δεν τις εκφράζουμε ρητά. Σε αντίθεση με τη συνεπαγωγή, οι προϋποθέσεις αφορούν τους ομιλητές. Έτσι, εκφωνώντας την (1), ο ομιλητής προϋποθέτει τυπικά ότι υπάρχει ένα άτομο που λέγεται Βασίλης και ότι έχει μία αδελφή. Το ενδιαφέρον της προϋπόθεσης έγκειται στο γεγονός ότι σε αντίθεση με τη συνεπαγωγή παραμένει σταθερή, δεν εξαφανίζεται, υπό άρνηση. Έτσι, εάν μια ομιλήτρια αρνηθεί την (1) όπως στο (3):

(3) Η αδελφή του Βασίλη δεν φύτεψε πέντε τριανταφυλλιές

η προϋπόθεση ότι ο Βασίλης και η αδελφή του υπάρχουν, η λεγόμενη υπαρκτική προϋπόθεση, δεν ακυρώνεται.

Ένα άλλο είδος μη λογικής συναγωγής είναι τα υπονοήματα, τα οποία αφορούν τον μηχανισμό που μας επιτρέπει να εννοούμε περισσότερα από όσα λέμε ρητά∙ τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε τα εκφωνήματα των συνομιλητών μας. Κάποια υπονοήματα είναι συμβατικά και συνδέονται με την παρουσία συγκεκριμένων εκφράσεων, π.χ. (4)-(5):

(4) Είναι όμορφος αλλά πολύ έξυπνος

(5) Είναι πολύ ευαίσθητος για αγόρι

όπου υπονοείται ότι υπάρχει αντίθεση μεταξύ ομορφιάς και εξυπνάδας (4) αλλά και μεταξύ ευαισθησίας και αρσενικότητας (5). Αντίθετα, τα συνομιλιακά υπονοήματα δεν προκύπτουν λόγω συγκεκριμένων εκφράσεων αλλά λόγω συνομιλιακών αξιωμάτων (π.χ., να εκφράζεσαι με σαφήνεια, να μη λες λιγότερα ή περισσότερα από όσα χρειάζεται, να είναι η συνεισφορά σου συναφής στο θέμα της συζήτησης) που υποστυλώνουν μια βασική συνομιλιακή αρχή, την Αρχή της Συνεργασίας (Grice 1975). Σύμφωνα με αυτή, η χαρακτηριστική ελλειπτικότητα της ανθρώπινης συνομιλίας μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν υποθέσουμε ότι οι συνομιλούντες έχουν αμοιβαίο στόχο τους να συνεργαστούν. Παράλληλα, οι ομιλητές ενδέχεται να εκμεταλλευτούν αυτή την άγραφη σύμβαση για να υπονοήσουν περισσότερα από όσα λένε ρητά, όπως:

(8) Α: Έμαθα ότι χτες φάγατε καλά και περάσατε υπέροχα.

Β: Ναι, το φαγητό ήταν πολύ καλό.

Στο (8) η απάντηση της Β δεν απαντά παρά μόνο εν μέρει στην ερώτηση του Α και δημιουργεί χαρακτηριστικά το συνομιλιακό υπονόημα ότι, ενώ το φαγητό ήταν καλό, δεν διασκέδασαν ή, τουλάχιστον, ότι δεν πέρασαν «υπέροχα».

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η συναγωγή είναι διεργασία κομβικής σημασίας για τη διαδικασία σημασιοδότησης των γλωσσικών εκφράσεων.

Κ. Κανάκης

Πηγές

  • Grice, H. P. 1975. Logic and conversation. Στο Syntax and Semantics 3: Speech Acts, επιμ. P. Cole & J.L. Morgan, 41-58. Νέα Υόρκη: Academic Press.
  • Kempson, R. M. 1975. Presupposition and the Delimitation of Semantics. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Κανάκης, Κ. Υπό έκδοση. Εισαγωγή στην πραγματολογία: Γνωστικές και κοινωνικές όψεις της γλωσσικής χρήσης. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
  • Thomas, J. 1995. Meaning in Interaction: An Introduction to Pragmatics. Λονδίνο: Longman.
  • Yule, G. 1996. Pragmatics. Οξφόρδη: Oxford University Press. Eλλ. μτφρ. Α. Αλβανούδη & Χ. Καπελλίδη, επιμ. Θ. Παυλίδου με τίτλο Πραγματολογία (Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], υπό έκδοση).