γραμματικοποίηση [grammaticalisation]

γραμματικοποίηση [grammaticalisation]

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον A. Meillet (1912) για να δηλώσει τη σταδιακή απόδοση γραμματικού χαρακτήρα σε μια μέχρι πρότινος αυτόνομη λέξη . Στη σύγχρονη βιβλιογραφία χρησιμοποιείται ευρύτερα και για το ήδη γραμματικό στοιχείο που εξελίσσεται σε γραμματικότερο.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα γραμματικοποίησης ο Meillet αναφέρεται στην εξέλιξη του μελλοντικού δείκτη της ελληνικής θα, που προέρχεται από τη φράση θέλω ίνα μέσα από τα εξής στάδια: θέλω ίνα > θέλω να > θενά > θα. Ήδη το παράδειγμα αυτό αναδεικνύει ορισμένα τυπικά χαρακτηριστικά της πορείας προς γραμματικοποίηση που έχουν καταγραφεί σε διάφορες γλώσσες και για πολλές περιπτώσεις γραμματικοποιημένων στοιχείων. Τα χαρακτηριστικά αυτά περιλαμβάνουν α) τη φωνολογική σμίκρυνση της αρχικής λέξης (ή φράσης ) με παράλληλη απώλεια των τονικών της χαρακτηριστικών: π.χ. το θα δεν έχει πλέον αυτόνομο τονισμό και ενσωματώνεται στην επιτονική ομάδα του κυρίως ρήματος∙ β) την αλλαγή από μια αυτόνομη λεξική σημασία σε μια εξαρτημένη και πολύ περισσότερο γενική: σε σχέση με τη συγκεκριμένη σημασία του θέλω, που περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον τα χαρακτηριστικά της βούλησης και της προθετικότητας, το θα σηματοδοτεί απλά τη χρονική αναφορά του κυρίως ρήματος∙ και γ) τη μερική ή ολική απώλεια της συντακτικής αυτονομίας της αρχικής λέξης: είναι προφανές ότι σε σχέση με το θέλω και τις πολλαπλές συνδυαστικές του δυνατότητες το θα χαρακτηρίζεται από αυστηρά καθορισμένο συντακτικό πλαίσιο, ακολουθείται δηλαδή υποχρεωτικά από το κυρίως ρήμα. Σαφής από το παράδειγμα αυτό γίνεται και ο μηχανισμός της επανανάλυσης , που χαρακτηρίζει δομικά πολλές περιπτώσεις γραμματικοποίησης: το συντακτικά και σημασιολογικά ανεξάρτητο στοιχείο θέλω ακολουθούμενο από τον δείκτη εξάρτησης ίνα επαναναλύεται ως εξαρτημένο θα.

Από τις αλλαγές αυτές έχει μελετηθεί ιδιαίτερα η σημασιολογική/σημασιακή και η έρευνα επικεντρώνεται σε ερωτήματα όπως τα ακόλουθα: είναι η σημασιολογική/σημασιακή αλλαγή που υφίστανται οι λέξεις απλώς απώλεια νοήματος ή σημασιακού περιεχομένου [desemantization/semantic bleaching] ή χαρακτηρίζεται πιο επαρκώς ως μετάβαση σε άλλα σημασιολογικά πεδία ; Ενώ η πρώιμη βιβλιογραφία εστιάζει στην απώλεια της αρχικής σημασίας , η πιο πρόσφατη αναζητά τους συγκεκριμένους σημασιολογικούς-πραγματολογικούς μηχανισμούς (π.χ. μετωνυμία , μεταφορά , πραγματολογική συνεπαγωγή ) που παίζουν ρόλο κατά τη γραμματικοποίηση, παρέχοντας το κίνητρο για τις αλλαγές. Βασικό ερώτημα τέλος είναι το κατά πόσον οι αλλαγές που χαρακτηρίζουν τη γραμματικοποίηση έχουν συγκεκριμένη κατεύθυνση και διαγλωσσική ισχύ.

Τόσο η μεταφορά όσο και η μετωνυμία, ως μηχανισμοί με εγγενή κατεύθυνση, έχουν επανειλημμένα χρησιμοποιηθεί στην ανάλυση γραμματικοποιημένων στοιχείων. Η αλλαγή των ρημάτων τροπικότητας από συγκεκριμένες δεοντικές σημασίες (π.χ. φυσική ικανότητα, άδεια, υποχρέωση) προς πιο αφηρημένες επιστημικές (π.χ. λογική δυνατότητα, βεβαιότητα) έχει υποστηριχτεί ότι εντάσσεται σε γενικότερες αντιστοιχίες που επιτρέπουν στα αφηρημένα και λογικά να γίνονται μεταφορικά αντιληπτά ως απτά και φυσικά. Τέτοια γραμματικοποίηση χαρακτηρίζει λ.χ. την πορεία των τροπικών ρημάτων της ελληνικής (και άλλων ινδοευρωπαϊκών και μη γλωσσών) μπορώ/-εί και πρέπει από τις σημασίες της άδειας και της υποχρέωσης (σημασίες ήδη αρκετά γραμματικοποιημένες∙ πρβ. τη σταθερή θέση των /επιστημικών τροπικών ως προς το κυρίως ρήμα και τους ελλιπείς τύπους κλίσης ) στις σημασίες της λογικής δυνατότητας ή βεβαιότητας αντίστοιχα (Μπορεί να περάσει τώρα > Μπορεί να βρέξειΠρέπει να γυρίσεις μέχρι τις 10 > Πρέπει να είσαι γιος του, του μοιάζεις πολύ). Η ίδια αυτή αλλαγή εντάσσεται και στη διαγλωσσική τάση γραμματικοποιημένων σημασιών να υποκειμενικοποιούνται , να αναφέρονται δηλαδή στην υποκειμενική στάση του/της ομιλητή/-τριας απέναντι στο λεγόμενο (π.χ. σε σχέση με τη δεοντική σημασία των ρημάτων τροπικότητας, που αφορά σε συνθήκες της εξωτερικής κατάστασης, η επιστημική είναι πιο υποκειμενική αφού εκφράζει την άποψη του ομιλητή για τις πιθανότητες του περιεχομένου της πρότασης ).

Η μελέτη της γραμματικοποίησης επικεντρώθηκε περισσότερο σε γλώσσες με πλούσιο σύστημα καταλήξεων, προθημάτων κλπ., αφού αυτές παρέχουν πληθώρα άκρως γραμματικοποιημένων στοιχείων. Από τις μελέτες αυτές η έρευνα έχει πλέον στη διάθεσή της αρκετά πορίσματα ώστε να εφαρμόσει τις αρχές της γραμματικοποίησης και σε γλώσσες με ελάχιστη μορφολογία , αφού και εκεί είναι προφανές ότι μερικές λέξεις είναι πιο «γραμματικές» από άλλες, επιτελούν δηλαδή ρόλο γραμματικού στοιχείου με τις συνοδευτικές του ιδιότητες (συντακτική παγίωση, γενική ή αφαιρετική σημασία κ.ο.κ.). Τα γλωσσικά φαινόμενα που έχουν μελετηθεί περισσότερο περιλαμβάνουν τα ρήματα και τους άλλους δείκτες τροπικότητας, προθέσεις και συνδέσμους που προέρχονται από λεξικές πηγές, όπως και τα συστήματα του χρόνου και της φωνής στη μορφολογία του ρήματος. Είτε η έμφαση δίνεται στον διαχρονικό χαρακτήρα του φαινομένου (στην πορεία από μια λεξική πηγή μέσω συγκεκριμένων χρονικών σταδίων) είτε στις συγχρονικές του επιπτώσεις (π.χ. τη συνύπαρξη διπλών τύπων για την ίδια γραμματική κατηγορία , την ευελιξία της γλωσσικής χρήσης πριν τη γραμματική παγίωση κλπ.), η θεωρία της γραμματικοποίησης θέτει ερωτήματα που άλλες προσεγγίσεις αγνοούν. Το τί συνιστά γραμματική σημασία ή στοιχείο, ποια η σχέση ανάμεσα στο λεξικό/λιγότερο παγιωμένο και στο γραμματικό/παγιωμένο, ποια τα όρια μεταξύ των διαφόρων γραμματικών κατηγοριών είναι προβλήματα στα οποία μόνο η εμπειρική μελέτη φαινομένων γραμματικοποίησης μπορεί να αρχίσει να δίνει απαντήσεις.

Κ. Νικηφορίδου

Πηγές

  • Βελούδης, Γ. 2005β. Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα. Αθήνα: Κριτική.
  • Bussmann, H. 1996. Routledge Dictionary of Language and Linguistics. Μτφρ. & επιμ. G. Trauth & K. Kazzazi. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.
  • Bybee, J. & O. Dahl. 1989. The creation of tense and aspect systems in the languages of the world. Studies in Language 13:51-103.
  • Hopper, P. 1992. Grammaticalization. Στο International Encyclopedia of Linguistics, επιμ. W. Bright. Νέα Υόρκη & Οξφόρδη: Oxford University Press.
  • Hopper, P. & E. C. Traugott. 1993. Grammaticalization. Cambridge Textbooks in Linguistics. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Meillet, A. 1912. L'évolution des formes grammaticales. Scientia 12. Ανατύπωση στο A. Meillet, Linguistique Historique et Linguistique Générale 1:130-48 (Παρίσι: Ed. Champion, 1948).
  • Nicholas, N. 1999. The story of pu: The grammaticalization in space and time of a Modern Greek complementiser. Διδακτορική διατρ., The University of Melbourne.
  • Nikiforidou, K. 1996. Modern Greek as: A case study in grammaticalization and grammatical polysemy. Studies in Language 20:599-632.