καθολικά χαρακτηριστικά [language universals]

καθολικά χαρακτηριστικά [language universals]

Κάθε παιδί σε πολύ μικρή ηλικία, και ανεξάρτητα από τον βαθμό της ευφυΐας που διαθέτει ή από το περιβάλλον που το υποδέχεται, σε σύντομο χρονικό διάστημα με ελλιπή αλλά και αντιγραμματικά πολλές φορές γλωσσικά δεδομένα (λάθη, ή ακριβέστερα «λάθη» της γλωσσικής χρήσης που κινούνται στα όρια του γλωσσικού συστήματος : π.χ. Ο Γιάννης, τον είδα χθες), καταφέρνει να αποκτά την (ενδιάθετη) γνώση των ιδιαιτεροτήτων του λεξικού και των δομών της γλώσσας του, και να είναι σε θέση να παράγει (και να κατανοεί) έναν απεριόριστο αριθμό εκφωνημάτων - ανάμεσα τους και εκφωνήματα που έλειπαν από την προηγούμενη γλωσσική του εμπειρία. Αυτό το αδιαμφισβήτητο σε γενικές γραμμές φαινόμενο έχει οδηγήσει στη γλωσσολογική υπόθεση-σημαία της γενετικής θεωρίας του Noam Chomsky: παρά τις οφθαλμοφανείς εξωτερικές διαφορές, υποστηρίζει ο διαπρεπής αμερικανός γλωσσολόγος, σε όλες τις ανθρώπινες (φυσικές) γλώσσες[1] υπάρχουν κάποιες βαθύτερες ομοιότητες, που αντιστοιχούν σε μια κοινή νοητική-ψυχολογική βάση, εγγενή στους φυσικούς ομιλητές - ένα είδος βιολογικής προίκας που οφείλουμε ακριβώς στο γένος μας· και ο ρόλος του γονικού περιβάλλοντος περιορίζεται στο να ενεργοποιεί απλώς, με τα γλωσσικά του ερεθίσματα, αυτό τον κληροδοτημένο βιολογικά μηχανισμό γλωσσικής ανάλυσης (καθολική γραμματική [universal grammar]) που θα επιτρέψει στο νήπιο να κατακτήσει τη μητρική του γλώσσα με τα ιδιαίτερα πλέον χαρακτηριστικά της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για αναβίωση της παλιότερης παράδοσης περί καθολικής γραμματικής (πρβ. την περίφημη γραμματική του Port Royal, Grammairegénéraleet raisonnée 1660). Υπάρχει μια αξιοσημείωτη, ωστόσο, διαφορά: στο πλαίσιο της γενετικής θεωρίας, το περιεχόμενο της καθολικής γραμματικής δεν απηχεί καμιά φυσική ή λογική αναγκαιότητα· είναι πέρα για πέρα αυθαίρετο, καθώς οι γενικές αρχές που περιορίζουν τη δομή της και η φύση των κατηγοριών με τις οποίες λειτουργεί είναι αφηρημένες (= πέρα από τον κόσμο και τα χαρακτηριστικά του) αλλά και αυθαίρετες.

Η πειραματική έρευνα έχει αποδείξει προς το παρόν μόνο την έμφυτη προδιάθεση των νηπίων να διακρίνουν τα γλωσσικά ερεθίσματα ανάμεσα στο πλήθος των ακουστικών ερεθισμάτων που τα κατακλύζουν. Αυτό όμως είναι κάτι διαφορετικό από την -και δεν σημαίνει με κανένα τρόπο και- απόδειξη της γενετικής υπόθεσης περί έμφυτου αναλυτικού μηχανισμού· ούτε και ευρύτερη αποδοχή της. Μια σειρά τυπολογικές έρευνες, παραδείγματος χάρη, ζητούν να προσεγγίσουν από μια άλλη πλευρά το ερώτημα «υπάρχει τελικά διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δομές που είναι ουσιώδεις για τις ανθρώπινες γλώσσες και σε δομές που δεν θα μπορούσαν ποτέ να εμφανίσουν οι ανθρώπινες γλώσσες;»: δίνουν ποσοτική και όχι ποιοτική έννοια στο χαρακτηρισμό «ουσιώδεις», καταγράφοντας ένα είδος κλιμάκωσης της καθολικότητας. Για να ξεκινήσουμε από τις υψηλότερες τιμές, υπάρχουν πράγματι τυπολογικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που είναι κοινά σε όλες τις γλώσσες: π.χ. όλες οι γλώσσες έχουν φωνήεντα. (Οι ομοιότητες μπορεί, μάλιστα, πέρα από το επιφανειακό επίπεδο, να είναι και πιο αφηρημένες: π.χ., η διπλή άρθρωση συνιστά ένα χαρακτηριστικό που μοιράζονται όλες ανεξαιρέτως οι φυσικές γλώσσες· το ίδιο ισχύει και με τη γραμμική διάταξη των λέξεων , δηλαδή τη σύνταξη , που οφείλεται στο γεγονός ότι ο λόγος εκτυλίσσεται στη γραμμική διάσταση του χρόνου). Αυτά τα χαρακτηριστικά, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα περιορισμένα. Περνώντας σε ενδιάμεσες τιμές, μπορούμε να διακρίνουμε τα λεγόμενα στατιστικά καθολικά [statistical universals], όπου η εμφάνιση ενός χαρακτηριστικού στις ανθρώπινες γλώσσες μπορεί να επιδέχεται ελάχιστες εξαιρέσεις: π.χ., στο σύνολο σχεδόν των περιπτώσεων που έχουν μελετηθεί, το υποκείμενο εμφανίζεται κανονικά πριν από το αντικείμενο του ρήματος· επίσης, πολύ λίγες φυσικές γλώσσες συμβαίνει να μην έχουν έρρινα σύμφωνα . Τέλος, για να φτάσουμε μέχρι τις μηδενικές τιμές της κλιμάκωσης, μη καθολικό χαρακτηριστικό είναι ο τρόπος με τον οποίο η κάθε γλώσσα διατάσσει τους όρους στα πλαίσια της πρότασης · στην αγγλική, για παράδειγμα, η σειρά των λέξεων είναι κανονικά σταθερή (π.χ. The kid kicked the ball / *The ball kicked the kid), ενώ στην ελληνική είναι σχετικά ελεύθερη (π.χ. Tο παιδί κλότσησε τη μπάλα / Tη μπάλα κλότσησε το παιδί).

Γενικά, γίνεται διάκριση ανάμεσα σε τρεις κατηγορίες καθολικών χαρακτηριστικών: σε ουσιαστικά [substantive], που αφορούν το σύνολο των κατηγοριών που είναι απαραίτητες για την ανάλυση μιας ανθρώπινης γλώσσας (π.χ. επίθετο, (ρηματικό) πρόσωπο, αριθμός, ρήμα κλπ.)· σε τυπικά [formal], που αφορούν τις αφηρημένες εντολές που πρέπει να ικανοποιεί μια γλωσσική ανάλυση (π.χ. ποιο είδος κανόνων ή ποια επίπεδα ανάλυσης θα πρέπει να υιοθετήσει η θεωρία)· και, τέλος, σε συνεπαγωγικά [implicational], καθολικά δηλαδή χαρακτηριστικά που αφορούν συσχετίσεις χαρακτηριστικών και μπορούν να διατυπωθούν ως συνεπαγωγές : αν (ισχύει το) Χ, τότε (ισχύει το) Ψ (όπου Χ και Ψ είναι γλωσσικά χαρακτηριστικά) Πρβ. τη συσχέτιση «αν το υποκείμενο ή το αντικείμενο συμφωνεί με το ρήμα κατά την ένδειξη γένους , τότε το επίθετο πάντοτε συμφωνεί κατά το γένος με το ουσιαστικό που προσδιορίζει» (Universal 31 στον σχετικό κατάλογο του Greenberg).

Ν. Κατσώχης, επιμ. Γ.Βελούδης

1 Ο χαρακτηρισμός «ανθρώπινη γλώσσα» αφορά εδώ όσες ανθρώπινες γλώσσες υπάρχουν, υπήρξαν ή είναι δυνατόν να εμφανιστούν στο μέλλον.

Πηγές

  • Bussmann, H. 1996. Routledge Dictionary of Language and Linguistics. Μτφρ. & επιμ. G. Trauth & K. Kazzazi. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.
  • Mey, J. L. 1998. Concise Encyclopedia of Pragmatics. Consulting ed. Ronald E. Asher. Amsterdam: Elsevier.
  • Φιλιππάκη-Warburton, Ει. 1992. Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία. Αθήνα: Νεφέλη.