Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "Ξ"

1 εγγραφή
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |ως ουσ. ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα, με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων |εκείνος που παρέχει φιλοξενία |φρ. φίλος καὶ ξένος Β. 1. κάθε ξένος, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2. |ως ουσ. ὁ ξένος=αλλοδαπός, πρόσφυγας, άγνωστος σε κπ. τόπο |αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται , αντ. του ἔνδημος, ἀστὸς, πολίτης, ἐπιχώριος |αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα, που δεν είναι ΄Ελληνας, συν.βάρβαρος |ξένος μισθοφόρος στρατιώτης |φρ. ὦ ξένε=ξένε, φίλε μου (προσφώνηση για κπ. που το όνομα και η καταγωγή του δεν ήταν γνωστά) 3. αυτός που δεν έχει σχέση με κτ. , που αγνοεί κτ. |με γεν. Γ. ασυνήθιστος, παράδοξος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ |φρ. ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες