Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "Ψ"

4 εγγραφές [1 - 4]
ψευδής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. ψεύτης, ψευδολόγος |για πρόσωπα |φρ. ψευδὴς φαίνομαι |φρ. ἐλέγχω, ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ |(με παθητική σημασία) εξαπατημένος Β.ψεύτικος, που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ανυπόστατος, πλαστός (κυρίως σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα, μαρτυρία, γραφὴ, αἰτία, κατηγορία, διαθήκη, ὅρκος, φήμη) |για πράγματα και αφηρημένες έννοιες |φρ. ψευδὴς συλλογισμός, πρότασις, αντ. ἀληθής, ὀρθός |λογική Γ. |το ουδ. ως ουσ. τὰ ψευδῆ=ψεύδη, ψέματα |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα, σφαλερά
ψηφίζω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα, εκδικάζω μια υπόθεση Β. ΜΕΣΟ ψηφίζω, αποφασίζω με ψηφοφορία |με αιτ. |με απρφ. |αποφασίζω υπέρ κπ. |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |η διαδικασία της ψηφοφορίας |η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη |ψηφίζω, αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους |νομικός όρος Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι, αποφασίζομαι με ψηφοφορία, επιδικάζομαι με ψηφοφορία
ψῆφος
Α. λιθαράκι, βότσαλο Β. 1. μικρή πέτρα για αρίθμηση, αριθμός |(πληθ.) λογαριασμοί, υπολογισμοί 2. μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ. 1. μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία, ψήφος, ψηφοφορία 2. απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας, ψήφισμα 3. (γενικά) κάθε απόφαση 4. γνώμη, κρίση 5. τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία |φρ. φέρω, διαφέρω, τίθεμαι, δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω |φρ. ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία |φρ. μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο |φρ. διαιρῶ, κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο |φρ. ψῆφος ἐστί, γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία |φρ. πλείστη ψῆφος, ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία |φρ. ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία |φρ. ἡ κρύβδην ψῆφος, ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική, αντ. φανερά ψῆφος=φανερή |φρ. ἡ καθαιροῦσα, τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική, αρνητική ψήφος, αντ. ἡ σώζουσα, πλήρης ψῆφος=αθωωτική, θετική ψήφος |φρ. μιᾷ ψήφῳ, ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα |φρ. Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου
ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. ακάλυπτος, εκτεθειμένος |χωρίς τρίχωμα, χωρίς μαλλιά, φτερά |για άνθρωπο ή ζώα |γυμνός από βλάστηση, ακάλυπτος |για έδαφος Β. |μτφ. 1. ο στερημένος από κτ, αυτός που αποχωρίζεται κτ., αδύναμος |απλός, μόνος, απαλλαγμένος 2. ο ελαφρά οπλισμένος |στρατιωτικός όρος |φρ. οἱ ψιλοί=οι τοξότες, οι σφενδονίτες |άοπλος, ανυπεράσπιστος Γ. λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ. λεπτός, καθαρός, απλός |για φθόγγους, ποίηση ή μουσική |πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική |για λόγους |μουσική μόνο με όργανα |ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά, μόνο
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες