Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ξένος
    • επίθετο
    • -η, -ον
    • ξένως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |ως ουσ. ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα, με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων |εκείνος που παρέχει φιλοξενία |φρ. φίλος καὶ ξένος Β. 1. κάθε ξένος, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2. |ως ουσ. ὁ ξένος=αλλοδαπός, πρόσφυγας, άγνωστος σε κπ. τόπο |αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται , αντ. του ἔνδημος, ἀστὸς, πολίτης, ἐπιχώριος |αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα, που δεν είναι ΄Ελληνας, συν.βάρβαρος |ξένος μισθοφόρος στρατιώτης |φρ. ὦ ξένε=ξένε, φίλε μου (προσφώνηση για κπ. που το όνομα και η καταγωγή του δεν ήταν γνωστά) 3. αυτός που δεν έχει σχέση με κτ. , που αγνοεί κτ. |με γεν. Γ. ασυνήθιστος, παράδοξος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ |φρ. ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • ως ουσ. ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα, με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων
    • ΟΜ Ιλ 6.215 ἦ ῥά νύ μοι ξεῖνος πατρώϊός ἐσσι παλαιός { μάθε ότι ξένος παλαιός μού είσαι από τον πατέρα μου }
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.1.10 Ἀρίστιππος δὲ ὁ Θετταλὸς ξένος ὢν ἐτύγχανεν αὐτῷ
    • ΠΛ Μεν 78d τοῦ μεγάλου βασιλέως πατρικὸς ξένος
    • εκείνος που παρέχει φιλοξενία
    • ΟΜ Ιλ 15.532 ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν ἄναξ ἀνδρῶν Εὐφήτης { φίλος από φιλοξενία του τον εχάρισε ο Ευφήτης πολεμάρχος }
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.3 ἐμοὶ γὰρ ξένος Κῦρος ἐγένετο καί με φεύγοντα ἐκ τῆς πατρίδος τά τε ἄλλα ἐτίμησε καὶ μυρίους ἔδωκε δαρεικούς
    • φρ. φίλος καὶ ξένος
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 2.1.6 ἦν γὰρ φίλος καὶ ξένος Ἀριαίου
    • ΛΥΣ 19.19.4 Διονυσίου φίλου ὄντος καὶ ξένου
    • Β.
    • 1. κάθε ξένος, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο
    • ΟΜ Ιλ 24.202 ἐπ΄ ἀνθρώπους ξείνους
    • ΑΙΣΧ Ικ 202 ξένη φυγάς
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 1256 ξένης ἐπὶ χθονὸς
    • ΣΟΦ Ηλ 1141 ἐν ξένῃσι χερσὶ
    • 2.
    • ως ουσ. ὁ ξένος=αλλοδαπός, πρόσφυγας, άγνωστος σε κπ. τόπο
    • ΟΜ Οδ 8.546 ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ΄ ἱκέτης τε τέτυκται ἀνέρι { τον ξένο, τον ικέτη που 'πεσε στα πόδια σου, τον νιώθεις ίδια αδελφό }
    • αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται , αντ. του ἔνδημος, ἀστὸς, πολίτης, ἐπιχώριος
    • ΘΟΥΚ 2.34.4 ξυνεκφέρει δὲ ὁ βουλόμενος καὶ ἀστῶν καὶ ξένων
    • ΘΟΥΚ 4.90.1 ὁ δὲ Ἱπποκράτης ἀναστήσας Ἀθηναίους πανδημεί͵ αὐτοὺς καὶ τοὺς μετοίκους καὶ ξένων ὅσοι παρῆσαν
    • ΠΛ Γοργ 473d εὐδαιμονιζόμενος ὑπὸ τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων
    • αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα, που δεν είναι ΄Ελληνας, συν.βάρβαρος
    • ΗΡ 9.11 ξείνους γὰρ ἐκάλεον (ενν. οι έφοροι της Σπάρτης) τοὺς βαρβάρους
    • ξένος μισθοφόρος στρατιώτης
    • ΘΟΥΚ 1.121.3 ὑπολαβεῖν οἷοί τ΄ ἐσμὲν μισθῷ μείζονι τοὺς ξένους αὐτῶν ναυβάτας
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.1.10 αἰτεῖ αὐτὸν εἰς δισχιλίους ξένους καὶ τριῶν μηνῶν μισθόν
    • ΔΗΜ 4.46 ὅταν γὰρ ἡγῆται μὲν ὁ στρατηγὸς ἀθλίων ἀπομίσθων ξένων
    • φρ. ὦ ξένε=ξένε, φίλε μου (προσφώνηση για κπ. που το όνομα και η καταγωγή του δεν ήταν γνωστά)
    • ΗΡ 7.228 ὦ ξεῖν͵ ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα͵ τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. { ξένε, μήνυσε στους Σπαρτιάτες πως εδώ είμαστε θαμμένοι υπακούοντας στις προσταγές τους }
    • 3. αυτός που δεν έχει σχέση με κτ. , που αγνοεί κτ.
    • με γεν.
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 219 ἁγὼ ξένος μὲν τοῦ λόγου τοῦδ΄ ἐξερῶ͵ ξένος δὲ τοῦ πραχθέντος· { θα σας μιλήσω εγώ σαν που είμαι ξένος σε αυτά τα λόγια, ξένος και στον φόνο }
    • Γ. ασυνήθιστος, παράδοξος
    • ΑΙΣΧ Πρ 688 οὔποτ΄ ηὔχουν ὧδε ξένους μολεῖσθαι λόγους ἐς ἀκοὰν ἐμάν { ποτέ δεν το περίμενα να φτάσουν λόγια έτσι παράξενα στην ακοή μου }
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1336b δεῖ τοῖς νέοις πάντα ποιεῖν ξένα τὰ φαῦλα
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ
    • φρ. ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
    • ΠΛ Απολ 17d ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως
    • Η λέξη αναφέρεται πολύ συχνά στον Όμηρο με την έννοια του φίλου από άλλο τόπο που συνδέεται με σχέση φιλοξενίας και με την έννοια του προερχόμενου από άλλο τόπο, του άγνωστου, του ξένου. Στη Σπάρτη δεν επιτρεπόταν η εγκατάσταση ξένων (ξενηλασία) για να μη φθαρεί η λιτότητα της Σπαρτιατικής ζωής. Αυτό δεν συνέβαινε στις περισσότερες ιωνικές πόλεις και ιδίως στην Αθήνα, η οποία κατά τα χρόνια της οικονομικής και πολιτικής της ακμής (5ος π.Χ. αιώνας) απασχόλησε ξένους και δημιούργησε ιδιαίτερο καθεστώς για κατηγορίες ελεύθερων ξένων (π.χ. τους μετοίκους, τους εγκαταστημένους σε μονιμότερη βάση, που ασχολούνταν με εμπόριο και βιοτεχνία).
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΞΕΝΟΣ >
    • Από *ξένFος > αττ. ξένος (με σίγηση του -F- από το σύμπλεγμα νF-), ιων. ξεῖνος (με αντέκταση).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε1
    • επίθετο υπερθ. ξενώτατος
    • ιων. ξεῖνος, αιολ. ξέννος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ξενία, ξεινίη, ξεινοσύνη, ξενών, ξένισις, ξενισμός, ξένωσις, προξενία, ξενηλασία, ξενοδίκαι 'δικαστές για δίκες που αφορούν ξένους', ξενοκρίται, ξενολογία, ξενόστασις 'τόπος διαμονής ξένου', θεοξένια, τὰ ξένια, ξενοτροφία, ξενοφάνεια
      • ρήματα: ξενίζω, ξεινίζω, ξενόομαι (ξεινόομαι) 'γίνομαι δεκτός ως φιλοξενούμενος', ξενιτεύομαι 'υπηρετώ στο εξωτερικό ως μισθοφόρος', προξενέω, ξενηλατέω, ξενοκτονέω, ξενολογέω 'επιστρατεύω ξένα στρατεύματα, μισθοφόρους', ξενοτροφέω 'διατηρώ μισθοφορικά στρατεύματα', ξενοφωνέω 'κάνω να ακουστούν ήχοι και λέξεις ξένες', ξενοπαθέω 'έχω ένα παράξενο αίσθημα'
      • επίθετα: ξένος, ξένιος, ξεινήιος, ξενικός, ξενόεις, ἄξενος, ἀπόξενος 'αφιλόξενος', πρόξενος, ἐθελοπρόξενος, ἐχθροπρόξενος, καλλίξενος, πολύξενος, παράξενος 'κίβδηλος, πλαστός', ξενοδόκος, ξεινοδόκος, ξενοδαΐκτης 'αυτός που σκοτώνει ξένους', ξενοδαίτης 'αυτός που τρώει ξένους', ξενολόγος, ξενοφόνος, κακόξενος, παράξενος, ἀστόξενος, δορύξενος, θεμίξενος 'δίκαιος στους ξένους', φιλόξενος, φυγόξενος 'που τρέπει σε φυγή τους ξένους', θεοξένιος, ξενοπρεπής, ξενόφρων
      • επιρρήματα: ξένως, φιλοξένως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Άργος ξῆνος, αιολ. ξέννος
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ξενίς 'δρόμος που οδηγεί σε τόπο ξένο', ξενίδιον 'μικρό σπίτι που υποδέχεται ξένους', ξενύλλιον 'υποκοριστικό της λ. ξένος', ξένισμα, ξενιστής, ξενιτεία 'το γεγονός ότι είμαι μισθοφόρος, ξενιτιά', ξενιτευτής, ξενολεξία, ξενοπάθεια, ξενοτάφιον, ξενοφωνία, ἀποξένωσις 'η διαβίωση στο εξωτερικό'
      • ρήματα: ξενόω 'αποστερώ από κάποιο πράγμα', ἀποξενόω 'αποξενώνω', ξενιτεύω 'ζω στο εξωτερικό ως εξόριστος'
      • επίθετα: ἐπίξενος, θεόξενος, ἰδιόξενος 'προσωπικός φίλος σε ξένη χώρα', παράξενος 'παράδοξος', ξενοκτόνος
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ξεν%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ξενηλατικός, ξενήτρια, ξενικότης, ξενιτευτικός, ξενοβιομηχανία, ξενογαμία, ξενόγλωσσος, ξενογράφος, ξενοδιώκτης, ξενοδοχειακός, ξενοζηλία, ξενοζηλοσύνη, ξενοκόλακες, ξενοκρατία, ξενολατρεία, ξενολόγημα, ξενολογία, ξενομάθεια, ξενοπολιτισμός, ξενοσπουδία, ξενοσυλία, ξενότης, ξενοφαγία, ξενόφθογγος, ξενοφοβία, ξενοφροσύνη, ξενόφυλος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %ξεν%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %ξεν%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κάρπ. ξενιά, Καλ. τσενία 'ξενία', Απουλ. φσενία 'ξένη χώρα, ξενιτιά', Κάρπ. τα ξένια 'δώρα φιλοξενίας', Προπ. ξενιάζω 'προσφέρω δώρα', Χίος Ξενοτάφι, τα Ξενοτάφια 'νεκροταφείο για ξένους', Θάσος τα Ξενοταφεία, Κύθνος ξενόφαdος 'παράξενος', Πόντ. ξενόφιλος 'φιλόξενος'