Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "Ι"

2 εγγραφές [1 - 2]
ἴδιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που ανήκει σε κπ. άτομο, ο ιδιωτικός, αντ. κοινός, δήμιος, δημόσιος, πολιτικός |φρ. ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής, ιδιωτική συζήτηση 2. αυτός που ανήκει σε κπ., που είναι δικός του και όχι ξένος, προσωπικός, αντ. ἀλλότριος |ως ουσ. τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις, τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ. τὰ κοινά) |φρ. εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου |ως ουσ. τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία |φρ. τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β. 1. ιδιαίτερος, ξεχωριστός |τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2. παράξενος, ασυνήθιστος Γ. |η δοτ. ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως, χωριστά, κατ' ιδίαν (αντ. δημοσίᾳ), για προσωπικό λογαριασμό, προσωπικά |με γεν. |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά, με ιδιαίτερο τρόπο, ειδικά, χωριστά
ἱερός
Α. θεϊκός, αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού, που εμπνέεται από τον θεό, γενναίος, δυνατός |αφιερωμένος στον θεό, άγιος, ιερός, σεπτός, αμόλυντος |σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β. |το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερόν=ναός, ιερός τόπος |τὰ ἱερά=ο ναός |τὰ ἱερά=προσφορές, θυσίες, ιερές τελετές, εντόσθια του θύματος |φρ. ἱερὰ νόσος=επιληψία |φρ. ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος |φρ. ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες |φρ. ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές, ιερογλυφικά |φρ. ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες