Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "Κ"

8 εγγραφές [1 - 8]
κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |για πρόσωπα 1. άσχημος, δύσμορφος, αξιολύπητος, ελεεινός |για εξωτερική εμφάνιση 2. ανίκανος, αδέξιος |δειλός, άνανδρος 3. μη ευγενικής καταγωγής, άσημος, χυδαίος, τιποτένιος 4. εχθρικός, κακόβουλος, μοχθηρός, πονηρός, μισητός |με ηθική σημασία Β. αυτός που προξενεί συμφορά, οδυνηρός, δυσμενής, βλαβερός, ολέθριος |για πράγματα |υβριστικός, προσβλητικός |για λόγια Γ. |το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόν, τὰ κακά=δυστυχία, κακοτυχία, συμφορά, κακή πράξη |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο |σε συνδυασμό με το επίθετο κακός |φρ. κακῶς πράττειν, κακῶς πάσχειν, κακῶς ἔχειν=δυστυχώ, βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση |φρ. κακῶς γενέσθαι=κακοπαθαίνω, με βρίσκει συμφορά |φρ. κακῶς ποιεῖν τινα, κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ. |φρ. κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ. |φρ. κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη |φρ. κακῶς εἰδέναι=αγνοώ |φρ. κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο
καλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. ωραίος, όμορφος, εμφανίσιμος |με αιτ. ή απρφ. της αναφ. |ως επίθ. που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού |τὸ καλόν=η ομορφιά, το κάλλος |τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο, οι κανόνες καλής συμπεριφοράς, η κομψότητα, το καλό γούστο Β. 1. αρμόδιος, επιτήδειος, ικανοποιητικός, κατάλληλος, αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2. αίσιος, ευνοϊκός, καλός |με απρφ. της αναφ. Γ. ηθικά ωραίος, επιδοκιμαστέος, έντιμος, πρέπων, σωστός |λαμπρός, θαυμάσιος |στους ΤΡΑΓ με ειρων. σημασία |τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος, η αρετή, το ηθικά αγαθό, αντ. τὸ αἰσχρόν |φρ. καλόν (ἐστι) με απρφ.=είναι καλό, είναι δίκαιο, είναι σωστό να... |φρ. καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα, ιδίως για τη δήλωση ευγενών, ευπατριδών, επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με καλό τρόπο, ορθά, δίκαια, όπως πρέπει 2. (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς, ευνοϊκά 3. τελείως, παντελώς, ακριβώς 4. (σε απαντήσεις, για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα, πολύ καλά, σύμφωνοι, δέχομαι |(σε ευγενική και ειρων. άρνηση) όχι, ευχαριστώ 5. λαμπρά, θαυμάσια |ειρων. |φρ. καλῶς καὶ εὖ |φρ. καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις, πράττω σωστά |φρ. καλῶς ἔχω=είμαι, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση |φρ. καλῶς πράττω=ευτυχώ |καλῶς ἔχω με απρφ. |είναι καλό να... |συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ. καλός
καταλείπω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. αφήνω, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει) |αφήνω κτ. να πέσει, παραμελώ 2. αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ Β. ΜΕΣΟ 1. αφήνω πίσω μου 2. αφήνω υπόλοιπο Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. αφήνομαι πίσω, εγκαταλείπομαι |μένω, απομένω |μτφ. 2. κληρονομούμαι |μτφ.
κίνδυνος
Α. επαπειλούμενο κακό, απειλή άμεσου υπαρκτού κακού, κίνδυνος |συχνά στον πληθ. |ως σύστ.Α |φρ. κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο |φρ. ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν, πρὸς κινδύνους ἰέναι, εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους |φρ. κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο |φρ. τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ. σε κίνδυνο |φρ. κίνδυνός ἐστι + απρφ. ή απλή δοτ.=υπάρχει κίνδυνος να... ή για κπ. |φρ. ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο |φρ. ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση |φρ. τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β. αγώνας, τολμηρή επιχείρηση, περιπέτεια
κόσμος
Α. 1. τάξη, ευπρέπεια, αρμονία |καλή συμπεριφορά, κοσμιότητα, ευταξία, πειθαρχία 2. διοίκηση, κυβέρνηση |για πόλεις |φρ. κατὰ κόσμον=δεόντως, όπως αρμόζει Β. 1. κόσμημα, στολίδι |στολισμός νεκρών 2. στολισμός, διακόσμηση, καλλωπισμός |μτφ. |κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ. δόξα, τιμή, πίστη, έπαινος Δ. |αστρονομία 1. το σύμπαν, ο κόσμος |το στερέωμα, ο ουρανός 2. η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες |στον πληθ. οι αστέρες
κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. (ως συγκρ. του κρατύς) ο ισχυρότερος, ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη), αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη, αυτός που υπερισχύει, που νικά Β. (ως συγκρ. του ἀγαθός) ο καλύτερος, ο ανώτερος, ιδίως ως προς τη θέση, την αξία |είμαι καλύτερος, ανώτερος, καταλληλότερος στο να πράξω κτ. |με απρφ. |ως ουσ. οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες, οι θείες δυνάμεις |τά κρείσσω=τα θεία |τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα |φρ. κρεῖσσον ἐστι με απρφ.=είναι καλύτερο, προτιμότερο να...=κρείσσων εἰμί με μτχ. |φρ. κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ. αυτός που υπερβάλλει, που υπερτερεί, που βρίσκεται πάνω από κπ. ή από κτ. Δ. αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ., ο εγκρατής |αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ. |φρ. κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε. ο ανώτερος, ο εξοχότερος |με ηθική σημασία |φρ. ὁ κρείττων λόγος (αντ. ὁ ἥσσων)=ο ηθικά ανώτερος λόγος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο
κρίνω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. χωρίζω, διακρίνω, αποχωρίζω, θέτω κατά μέρος 2. υποβάλλω σε ανάκριση, εξετάζω, ερωτώ |ΣΟΦ |υποβάλλω σε κρίση, κατηγορώ, δικάζω |με γεν. της ποινής ή του εγκλήματος |εκδίδω καταδικαστική απόφαση, καταδικάζω 3. διαλέγω, εκλέγω 4. κρίνω προκειμένου για κπ. ή για κτ. |κρίνω, εκφέρω κρίση ή απόφαση |απόλ. |εκφέρω κρίση, διαιτητική απόφαση για φιλονικία, δίκη, αγώνα |με σύστ. Α 5. εξηγώ, ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6. αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι, θεωρώ ότι ... |με αιτ. ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ. |χωρίς απρφ. |αποφασίζω υπέρ κπ., προτιμώ, προκρίνω Β. ΜΕΣΟ 1. διαλέγω, εκλέγω 2. φτάνω σε αποτέλεσμα 3. φιλονικώ, ερίζω, μάχομαι Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. εκλέγομαι, προτιμώμαι, διακρίνομαι 2. υπόκειμαι σε κρίση, κατηγορούμαι, οδηγούμαι σε δίκη, δικάζομαι, κρίνομαι, κατακρίνομαι, καταδικάζομαι |με γεν. της ποινής ή του εγκλήματος
κρίσις
Α. 1. κρίση, γνώμη, εκτίμηση, αποτίμηση 2. εκλογή, επιλογή, προτίμηση |με γεν. Β. 1. δίκη, κρίση δικαστηρίου, δικαστική απόφαση |δικανικός όρος 2. δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης, άμιλλα, αγώνας 3. έριδα, φιλονικία, λογομαχία |με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ. η έκβαση, το αποτέλεσμα, η λύση ενός πράγματος, μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ. απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου |ιατρική
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες