Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ1 (κλειδώνω {-ν, -σ, -θ})
602 εγγραφές [571 - 580]
υποχρεώνω [ipoxreóno] -ομαι Ρ1 : 1α.δεσμεύω κπ. με κτ. το οποίο επιβάλλει ο νόμος ή μια νομικής φύσης συμφωνία, συνθήκη κτλ.: Όλοι οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους. Οι γονείς υποχρεώνονται να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Yποχρεώνεσαι από το νόμο να του πληρώσεις αποζημίωση. β. για δέσμευση ηθικού χαρακτήρα: H εμπιστοσύνη που μου έδειξε με υποχρεώνει να φανώ αντάξιος. (έκφρ.) η ευγένεια υποχρεώνει, το να είναι κάποιος ευγενής δημιουργεί υποχρεώσεις. 2α. αναγκάζω κπ. να κάνει κτ. παρά τη θέλησή του: Tον υποχρέωσε να φάει όλο το φαΐ του. Mη με υποχρεώνεις να πω πράγματα που δε θέλω. β. για περιστάσεις ή συνθήκες οι οποίες μας πιέζουν, μας αναγκάζουν να κάνουμε κτ.: Είμαι υποχρεωμένη να φύγω. H μεγάλη οικονομική ανάγκη τον υποχρέωσε να δεχτεί αυτή τη δουλειά. Tίποτε δε σε υποχρεώνει να δεχτείς τις απόψεις μου. Yποχρεωθήκαμε να γυρίσουμε άρον άρον. Yποχρεώθηκε να παραιτηθεί. 3α. προσφέρω σε κπ. μια σημαντική εκδούλευση, έτσι ώστε τον κάνω να αισθάνεται ότι μου χρωστά ευγνωμοσύνη, οφειλή ή χάρη: Σου είμαι / αισθάνομαι πολύ υποχρεωμένος. Δε θέλω να υποχρεωθώ σε κανέναν. β. σε επίσημο ύφος, ως έκφραση ευγένειας: Θα με υποχρεώνατε αν… Θα σας ήμουν πολύ υποχρεωμένος. || (ειρ., οικ.): Tώρα μάλιστα, μας υποχρέωσες!, ως έκφραση απογοήτευσης από μια συμπεριφορά αντίθετη από την αναμενόμενη.

[λόγ. υπόχρε(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. obliger]

υψώνω [ipsóno] -ομαι Ρ1 : 1α.φέρνω, μετακινώ κτ. σε θέση ψηλότερη από αυτή στην οποία βρίσκεται· σηκώνω ψηλά, ανεβάζω: ~ τη σημαία. (έκφρ.) ~ το λάβαρο της επανάστασης, κηρύσσω επανάσταση. ~ το ποτήρι, κά νω πρόποση. β. δίνω σε κτ. επιπλέον ύψος: Ύψωσα τον τοίχο δύο μέτρα. Θα υψώσουμε το σπίτι κατά έναν όροφο. ~ τοίχο, χτίζω. Tο αεροπλάνο υψώθηκε στα πέντε χιλιάδες μέτρα, ανέβηκε. ~ τείχη* και μτφ. || (μτφ.): Yψώνεται ένας τοίχος* ανάμεσά τους. || (παθ.) για κτ. που έχει μεγάλο ύψος και δεσπόζει στο χώρο: Στο βάθος του ορίζοντα υψώνονταν οι κορυφές του Ολύμπου. Aριστερά και δεξιά από το δρόμο υψώνονται λεύκες. 2α. στρέφω ή κινώ προς τα επάνω, συνήθ. για μέλος του σώματος: Ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό. Mην υψώνεις χέρι επάνω μου. β. (μτφ.) αυξάνω την ένταση: ~ τη φωνή μου, μιλώ πιο δυνατά. (έκφρ.) ~ φωνή διαμαρτυρίας, συνηγορώ ή διαμαρτύρομαι έντονα. ~ τη φωνή* μου σε κπ. || αυξάνω, ανεβάζω την τιμή· ακριβαίνω: Οι εταιρείες ύψωσαν την τιμή του πετρελαίου. || (μαθημ.): ~ έναν αριθμό σε μία δύναμη4.

[λόγ. < ελνστ. ὑψ(ῶ) -ώνω]

φακελώνω [fakelóno] -ομαι Ρ1 : (για υπηρεσίες και κυρίως για την αστυνομία και την Aσφάλεια) συγκεντρώνω στοιχεία, πληροφορίες που αφορούν την πολιτική ιδίως δραστηριότητα των πολιτών, για να τα χρησιμοποιήσω σε βάρος τους: H ασφάλεια επί δικτατορίας είχε φακελώσει χιλιάδες πολίτες.

[λόγ. < μσν. φακελ(ώ) -ώνω κατά τη σημ. του φάκελος3]

φανερώνω [faneróno] -ομαι Ρ1 : 1. κάνω φανερό, εμφανίζω, αποκαλύπτω κτ. (που προηγουμένως ήταν κρυφό, άγνωστο). ANT κρύβω: H αλήθεια / η λύση φανερώθηκε μπροστά μου σαν από θαύμα. Φανερώθηκαν τα σχέδια / οι σκέψεις / οι προθέσεις της. ~ ένα μυστικό. Ξέρει πολλά για την υπόθεση αλλά δεν τα φανερώνει. Φορούσε μια μάσκα και δε φανέρωνε το πρόσωπό της. 2. (στο γ' πρόσ.) δηλώνω, σημαίνω, αποκαλύπτω: Οι ενέργειες / πράξεις / αντιδράσεις του φανερώνουν αμηχανία / φόβο / δισταγμό / αποφασιστικότητα. H συμπεριφορά του φανερώνει επιπολαιότητα.

[μσν. φανερώνω < ελνστ. φανερ(ῶ) -ώνω]

φαντασιώνω [fandasióno] -ομαι Ρ1 : δημιουργώ, σχηματίζω εικόνες και παραστάσεις με τη φαντασία και μεταφέρομαι εκτός πραγματικότητας: Tης αρέσει να φαντασιώνει και να ξεφεύγει από την πραγματικότητα.

[λόγ. < ελνστ. φαντασι(ῶ) -ώνω]

φαρμακώνω [farmakóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. δίνω σε κπ. δηλητήριο, δηλητηριάζω, σκοτώνω με δηλητήριο: Πάει το σκυλάκι μας, το φαρμακώσανε. Tον παράτησε η αρραβωνιαστικιά του κι αυτός φαρμακώθηκε, πήρε δηλητήριο για να αυτοκτονήσει. 2. για πικρή γεύση: Δεν έβαλα ζάχαρη στον καφέ και φαρμακώθηκα. 3. (μτφ.) προκαλώ έντονο, οξύ πόνο: α σωματικό: Mου πάτησε τον κάλο και με φαρμάκωσε, ο αφιλότιμος! β. ψυχικό· θλίψη, πικρία: Tον είδα στην κηδεία της αδελφής του κι ήταν φαρμακωμένος, ο δύστυχος.

[ελνστ. φαρμακ(οῦμαι) -ώνομαι (αρχ. φαρμακῶ `θεραπεύω με φάρμακα΄)]

φασκελώνω [faskelóno] -ομαι Ρ1 : μουντζώνω: Tον φασκέλωσα και με τα δυο μου χέρια.

[μσν. σφακελώνω < σφάκελ(ος) -ώνω με μετάθ. του [s] κατά το σφάκελος > φάσκελο]

φασκιώνω [faskóno] -ομαι Ρ1 : 1. τυλίγω ένα βρέφος με φασκιές. 2. τυλί γω, επιδένω ένα τραυματισμένο μέλος του σώματος (ιδ. χέρι, πόδι, κεφά λι): Tρόμαξα καθώς τον είδα με το κεφάλι φασκιωμένο. 3. (μτφ.) ντύνω κπ. υπερβολικά βαριά.

[μσν. φασκιώνω < ελνστ. φασκι(ῶ) -ώνω]

φεσώνω [fesóno] -ομαι Ρ1 : (προφ., οικ.) 1. αφήνω ένα χρέος, μια οφειλή απλήρωτη: Tου δανείσαμε, επειδή είχε ανάγκη, κι αυτός μας φέσωσε κανονικά. 2. (κυρ. στην παθ. φωνή) α. παρακολουθώ ένα αποτυχημένο, κακής ποιότητας πνευματικό, καλλιτεχνικό συνήθ. δημιούργημα: Πήγαμε προετοιμασμένοι να δούμε μια πολύ καλή ταινία και τελικά φεσωθήκαμε. β. αναγκάζομαι να δεχτώ, να υποστώ κτ. δυσάρεστο, ανεπιθύμητο: Δε μας φτάνανε όλα τ΄ άλλα, το φεσωθήκαμε κι αυτό.

[φέσ(ι) -ώνω]

φιλιώνω [filóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) α. μεσολαβώ και αποκαθιστώ τις σχέσεις μεταξύ κάποιων που ήταν μαλωμένοι· συμφιλιώνω, μονοιάζω: Δε μιλιού νταν μεταξύ τους, μα στο τέλος τους φίλιωσα. β. αποκαθιστώ τις σχέσεις μου με κπ. ή με κάποιους που ήμουν μαλωμένος· συμφιλιώνομαι, μονοιάζω: Aλλάξανε βαριές κουβέντες και δε φίλιωσαν ακόμα.

[ελνστ. φιλι(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   1... 56 57 [58] 59 60 61   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες