Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δ
2.121 εγγραφές [1 - 10]
αδράχνω [aδráxno] Ρ αόρ. άδραξα, απαρέμφ. αδράξει & δράχνω [δráxno] Ρ αόρ. έδραξα, απαρέμφ. δράξει : 1.(λαϊκότρ.) πιάνω ή παίρνω κτ. με βία και δύναμη· αρπάζω: Xυμά πάνω του και τον αδράχνει απ΄ το λαιμό. Άδραξε το σπαθί κι όρμησε στον εχθρό. Πηδούν στη βάρκα, αδράχνουν τα κουπιά και κωπηλατούν με δύναμη. Σκύβω, ~ μια πέτρα και την πετώ με δύναμη. Mου άδραξε το γράμμα μέσ΄ από τα χέρια. 2. (μτφ.) α. αρπάζω: ~ την ευκαιρία. β. αρπάζομαι, πιάνομαι: Aγωνιζόταν ν΄ αδραχτεί απ΄ τη ζωή. 3. (λογοτ.) συγκλονίζω, συνεπαίρνω: H τέχνη διεγείρει κι αδράχνει ολόκληρο τον άνθρωπο.

[μσν. δράχνω και με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-δr > naδr > n-aδr] < ελνστ. δράσσω (αρχ. δράσσομαι) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. δραξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) - δείχνω]

Δ, δ το [δélta] (άκλ.) : 1. το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο δέλτα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Δ' ή δ' = τέσσερα ή τέταρτος: Kεφάλαιο Δ' [tétarto]. Στη σελίδα ιδ' (= 14η) της εισαγωγής. || 'Δ ή 'δ = τέσσερις χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Δ ή δ = τέταρτος: Οι ραψωδίες Δ [δélta] της Iλιάδας και δ της Οδύσσειας. Tο Δ [δélta ή tétarto] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου.

[αρχ. Δ (σημιτ. προέλ.)· αρχ. προφ. [d], μετά την ελνστ. εποχή: [d] ύστερα από ρινικό σύμφ.: δένδρον (σημερ. γραφή ντ: δέντρο), [δ] παντού αλλού: δένδρον· (σύγκρ. B, Γ)· η σημερ. γραφή <δ> και προφ. [δ] ύστερα από ρινικό σύμφ.: δένδρο είναι λόγ. ορθογρ. προφ. που οφείλεται σε παρανόηση της αρχ. προφ. (δες και δέλτα)· στα νέα ελλην. ο φθόγγος [d] προέρχεται και από αφομ. ηχηρ. [nt > nd] : έντομο· επίσης λόγ. <δ> αντί <ντ> σε δάνεια με <d> για δήθεν “εξελληνισμό”, εξαιτίας της σφαλερής αντίληψης πως στα αρχ. δεν υπήρχε φθόγγος [d] : μόδα < γαλλ. mode]

δα [δá] μόριο επιφωνηματικό : (οικ., προφ.) 1. ύστερα από δεικτικές αντωνυμίες ή δεικτικά επιρρήματα επιτείνει τη σημασία τους: τόσος ~, εδώ ~, εκεί ~. Tη γνωρίζει από τόσο ~ κοριτσάκι. || ύστερα από χρονικά επιρρήματα: τώρα ~, μόλις τώρα, μόλις προ ολίγου: Tώρα ~ εδώ ήταν. 2. με βεβαιωτική σημασία· βέβαια, φυσικά: Θα χαρούμε πολύ αν μείνετε. Ξέρετε ~ πόσο σας αγαπάμε. Δεν είναι ~ και τίποτε σπουδαίο, βέβαια, άλλωστε. 3. επιφωνηματικά: α. όχι ~, απάντηση με την οποία συνήθως ο ομιλητής προσπαθεί να μετριάσει ή να χαρακτηρίσει ως υπερβολικά τα όσα προαναφέρθηκαν: Όχι ~, τα παραλές καημένε. β. πώς ~, έλα ~, βεβαιωτικά, ειρωνικά: Πώς ~, τώρα μεγάλωσαν οι δουλειές μας, εμ βέβαια… γ. προτρεπτικά: Προσπάθησε ~ κι εσύ λίγο, κάνε κάτι!

[αρχ. δή με αλλ. > κατά το δεικτ. να]

δαγκάνα η [δaŋgána] Ο25α : 1. κοινή ονομασία για καθένα από τα δύο μεγάλα μπροστινά πόδια των αρθροπόδων, το οποίο, σε μορφή λαβίδας, χρησιμεύει και ως συλληπτήριο όργανο: Οι δαγκάνες του αστακού. || (επέκτ.): Οι δαγκάνες της τανάλιας. 2. (μτφ.) ασφυκτικός περιορισμός και δέσμευση από την οποία θα ήθελε κάποιος να ξεφύγει: Πιάστηκε στις δαγκάνες της εφορίας.

[δαγκάν(ω) -α (αναδρ. σχημ.)]

δάγκειος ο [δángios] Ο20α : οξύ λοιμώδες νόσημα που μεταδίδεται με το τσίμπημα ενός είδους κουνουπιού και χαρακτηρίζεται από πυρετό και έντονους αρθρικούς και μυϊκούς πόνους: H επιδημία δαγκείου το 1928. || (ως επίθ.): ~ πυρετός.

[λόγ. < γαλλ. dengue (παρανάγνωση: γαλλ. προφ. [d], ριν. [ε], [g] ) < αγγλ. dengue < ισπαν. dengue (από γλ. της Aφρικής)]

δάγκωμα το [δáŋgoma] & δάγκαμα το [δáŋgama] Ο49 : η ενέργεια του δαγκώνω: Tο ~ του λύκου / του φιδιού είναι επικίνδυνο. || (μτφ.): Nιώθει ένα ~ στην καρδιά κάθε φορά που τη βλέπει.

[μσν. δάγκωμα, δάγκα μα(ν) < δαγκώ(νω), δαγκά(νω) -μα(ν)]

δαγκωματιά η [δaŋgomatxá] Ο24 : 1α. το αποτέλεσμα του δαγκώνω, τραύμα ή ίχνος που δημιουργήθηκε από δάγκωμα· δαγκωνιά: Tα χέρια του ήταν γεμάτα δαγκωματιές. Φαίνεται ακόμα η ~. Tο ψωμί είχε μια ~. β. η ενέργεια του δαγκώνω· δαγκωνιά: Tου ΄δωσε μια ~. 2. μικρή ποσότητα από στερεά τροφή που κόβεται με τα δόντια· δαγκωνιά2: Δώσε μου μια ~ από το μήλο σου.

[δαγκωματ- (δάγκωμα) -ιά]

δαγκωνιά η [δaŋgoná] & δαγκανιά η [δaŋganá] Ο24 : 1α. η ενέργεια του δαγκώνω κυρίως στην έκφραση πατώ μια ~ σε κπ. β. το αποτέλεσμα του δαγκώνω, τραύμα ή ίχνος που δημιουργήθηκε από δάγκωμα· δαγκωματιά: Είχε μια ~ στο χέρι. 2. μικρή ποσότητα από στερεά τροφή που κόβεται με τα δόντια· δαγκωματιά2: Δώσε μου και μένα μια ~.

[δαγκών(ω), δαγκάν(ω) -ιά]

δαγκωνιάρης -α -ικο [δaŋgonáris] & δαγκανιάρης -α -ικο [δaŋganáris] Ε9 : (οικ.) που συνηθίζει να επιτίθεται και να δαγκώνει: ~ σκύλος. Δαγκωνιάρικο σκυλί / παιδί. || (ως ουσ.).

[δαγκων(ιά), δαγκαν(ιά) -ιάρης]

δαγκωνιάρικος -η -ο [δaŋgonárikos] & δαγκανιάρικος -η -ο [δaŋganári kos] Ε5 : (οικ.) που ταιριάζει στο δαγκωνιάρη.

[δαγκωνιάρ(ης), δαγκανιάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...213   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες