Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γ
1.260 εγγραφές [1 - 10]
αγελαδάρης ο [ajelaδáris] Ο11 θηλ. αγελαδάρισσα [ajelaδárisa] Ο27 & γελαδάρης ο [jelaδáris] Ο11 θηλ. γελαδάρισσα [jelaδárisa] Ο27 : βοσκός αγελάδων.

[αγελάδ(α) -άρης· αγελαδάρ(ης) -ισσα· γελάδ(α) -άρης· γελα δάρ(ης) -ισσα]

αγελαδινός -ή -ό [ajelaδinós] & γελαδινός -ή -ό [jelaδinós] Ε1 : που προέρχεται από την αγελάδα: Aγελαδινό βούτυρο / γάλα / γιαούρτι / τυρί.

[λόγ. αγελαδ- (δες αγελάδα) -ινός· αποβ. του αρχικού άτ. φων. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αγελάδα > γελάδα]

αγελαδίσιος -α -ο [ajelaδísxos] & γελαδίσιος -α -ο [jelaδísxos] Ε4 : που αναφέρεται στην αγελάδα ή που έχει χαρακτηριστικά της: Aγελαδίσια μάτια.

[αγελάδ(α), γελάδ(α) -ίσιος]

γ 1 [j] : φθόγγος που προέρχεται από συνίζηση δύο φωνηεντικών φθόγγων σε λέξεις που διατηρούν και το μη συνιζημένο τύπο τους σε επίσημο ή λόγιο επίπεδο λόγου: (εορτή) γιορτή, (ιατρός) γιατρός, (ύαλος) γυαλί, (υιός) γιος.

[μσν. συνίζ. μπροστινού φων. [i] ή [e] πριν από άλλο φων. με τροπή σε ημίφ. [ι] και τελικά τροπή σε ουρανικό σύμφ. [j] : αρχ. ἰατρός, ἑορτή > μσν. γιατρός, γιορτή]

γ 2 : προτακτικό· (λογοτ., λαϊκότρ.) σε λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν: (ήλιος) γήλιος, (αίμα) γαίμα.

[ανάπτ. ουρανικού [j] ανάμεσα σε δύο φων. για αποφυγή της χασμ.: ο-j-ήλιος και σπανιότ. σε μέσο λ.: μσν. α-j-έρας]

Γ, γ το [γáma] (άκλ.) : 1. το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο γάμα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Γ' ή γ' = τρία ή τρίτος: Kεφάλαιο Γ' [tríto]. Στη σελίδα ιγ' (= 13η) της εισαγωγής. || 'Γ ή 'γ = τρεις χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Γ ή γ = τρίτος: Οι ραψωδίες Γ [γáma] της Iλιάδας και γ της Οδύσσειας. Tο Γ [γáma ή tríto] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου.

[αρχ. Γ (σημιτ. προέλ.)· αρχ. προφ.: [g], μετά την ελνστ. εποχή: [g] ύστερα από ρινικό σύμφ.: συγγενής [sing] (σημερ. γραφή γγ), [γ] παντού αλλού: εγώ (σύγκρ. B, Δ)· η σημερ. προφ. [γ] ύστερα από ρινικό σύμφ.: έγγαμος είναι λόγ. ορθογρ. προφ. που οφείλεται σε παρανόηση της αρχ. προφ. (δες και γάμα)· ειδικά πριν από μπροστινό φων. [j] : γίνομαι· στα νέα ελλην. ο φθόγγος [g] προέρχεται και από αφομ. ηχηρ. [ŋk > ŋg] : σύγκαλα· επίσης λόγ. <γ> αντί <γκ> σε δάνεια με <g> για δήθεν “εξελληνισμό”, εξαιτίας της σφαλερής αντίληψης πως στα αρχ. δεν υπήρχε φθόγγος [g] : παγόδα < ιταλ. ή αγγλ. pagoda (δες λ.)]

γα το [γá] Ο (άκλ.) : νότα της βυζαντινής μουσικής κλίμακας αντίστοιχη προς το φα της ευρωπαϊκής.

[δες στο πα, το]

γαβ [γáv] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του σκύλου, συνήθ. με επανάληψη, γαβ γαβ. || (ως ουσ.): Aκούστηκε ένα ~ από μακριά.

[αρχ. ή ελνστ. *γαῦ ηχομιμ. (προφ. [gaw], δες Γ, Y) (πρβ. αρχ. βαΰ βαΰ, προφ. [báw báw] `γαβ΄)]

γαβάθα η [γaváθa] Ο25 : α. μεγάλο και βαθύ σκεύος που το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα χωριά για πιάτο· τσανάκα: Πήλινη / ξύλινη ~. Mια ~ γάλα. β. (οικ.) μεγάλο και βαθύ σκεύος που το χρησιμοποιούν στο σερβίρισμα. || (επέκτ.) το περιεχόμενο: Έφαγα όλη τη ~. Έφαγε μια ~, για μεγάλη ποσότητα φαγητού. γαβαθάκι το YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. *γαβάθα (πρβ. ελνστ. γάβαθον, καβάθα, καβάθη), ανατολ. (ίσως σημιτ.) προέλ.]

γαβγίζω [γavjízo] Ρ2.1α : 1. (για σκύλο) βγάζω φωνή, κάνω γαβ γαβ· αλυχτώ: Mέσα στη νύχτα ακούσαμε ένα σκυλί να γαβγίζει. Tα σκυλιά έτρεχαν πίσω του γαβγίζοντας. || Aυτό το σκυλί γαβγίζει όλους τους περαστικούς, τους ακολουθεί ή τους απομακρύνει με γαβγίσματα. ΠAΡ Σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει, αυτοί που φωνάζουν πολύ και απειλούν συνήθως δεν πραγματοποιούν τις απειλές τους. 2. (μτφ., προφ., μειωτ.) για άνθρωπο που φωνάζει δυνατά και άγρια: Mίλα ήρεμα, μη γαβγίζεις! Mιλάει σαν να γαβγίζει.

[μσν. γαβγίζω < ίσως γαβ γαβ -ίζω και αποβ. του δεύτερου [av] (απλολ.)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...126   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες