Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ξ
808 εγγραφές [1 - 10]
εξεπίτηδες [eksepítiδes] & ξεπίτηδες [ksepítiδes] επίρρ. τροπ. : (προφ.) επίτηδες: Kάνω / λέω κτ. ~. Λάθος ~.

[αρχ. ἐξεπίτηδες· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

εξώραφος -η -ο [eksórafos] & ξώραφος -η -ο [ksórafos] Ε5 : που είναι ραμμένος ή διακοσμημένος με εξωτερικές ραφές, με εξωτερικά γαζιά: Εξώραφα παπούτσια / πέτα. || Εξώραφο γαζί.

[εξω- + ραφ(ή) -ος· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

εξώφτερνος -η -ο [eksófternos] & ξώφτερνος -η -ο [ksófternos] Ε5 : (για παπούτσι) που αφήνει ακάλυπτη τη φτέρνα.

[εξω- + φτέρν(α) -ος· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

Ξ, ξ το [ksí] (άκλ.) : 1.το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ξι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ξ' ή ξ' = εξήντα ή εξηκοστός: Στη σελίδα ξδ' (= 64η) της εισαγωγής. || 'Ξ ή 'ξ = εξήντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ξ ή ξ = δέκατος τέταρτος: Οι ραψωδίες Ξ [ksí] της Iλιάδας και ξ της Οδύσσειας.

[αρχ. Ξ (σημιτ. προέλ.)· προφ.: [ks] · (δες και ξι)]

ξαγκίστρωμα το [ksangístroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξαγκιστρώνω.

[ξαγκιστρώ(νω) -μα]

ξαγκιστρώνω [ksangistróno] -ομαι Ρ1 : ελευθερώνω κτ. από το αγκίστρι· (πρβ. απαγκιστρώνω).

[ξ(ε)- αγκιστρώνω]

ξαγναντεύω [ksaγnandévo] Ρ5.2α : (λογοτ.) αγναντεύω: Ξαγνάντευε από την κορφή του βουνού.

[ξ(ε)- αγναντεύω]

ξάγναντο το [ksáγnando] Ο41 : (λογοτ.) ψηλό και περίοπτο μέρος από όπου μπορεί κανείς να αγναντέψει.

[ξαγναντ(εύω) -ο (αναδρ. σχημ.)]

ξαγρύπνημα το [ksaγrípnima] Ο49 : η ενέργεια ή η κατάσταση του ξάγρυπνου.

[ξαγρυπνη- (ξαγρυπνώ) -μα]

ξαγρύπνια η [ksaγrípna] Ο25α : η κατάσταση του ξάγρυπνου, εκείνου που δεν μπόρεσε να κοιμηθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας.

[ξαγρυπν(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...81   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες