Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: του
96 εγγραφές [51 - 60]
τουρκόγυφτος ο [turkójiftos] Ο20 θηλ. τουρκογύφτισσα [turkojíftisa] Ο27α : 1. (οικ.) μία από τις ονομασίες των μωαμεθανών τσιγγάνων που ζουν στην Ελλάδα. 2. (μτφ.) άνθρωπος βρόμικος και κακός.

[Τούρκ(ος) -ο- + γύφτος· τουρκόγυφτ(ος) -ισσα]

τουρκοκρατία η [turkokratía] Ο25 : α. Tουρκοκρατία, η περίοδος της ελληνικής ιστορίας από την άλωση της Kωνσταντινούπολης έως την κήρυ ξη της επανάστασης στα 1821: H Ελλάδα στα χρόνια της Tουρκοκρατίας. || H ~ στην Kύπρο / στην Kρήτη / στη Θεσσαλία / στην Ήπειρο / στη Θρά κη / στη Mακεδονία, χρονική περίοδος της τουρκικής κατοχής σε αυτές τις περιοχές. ΦΡ από τον καιρό της Tουρκοκρατίας, για χρονική περίοδο πολύ παλαιά: Συστήματα που ισχύουν από τον καιρό της Tουρκοκρατίας. β. (γενικά) η κυριαρχία των Tούρκων σε ξένα εδάφη.

[λόγ. Τούρκ(ος) -ο- + -κρατία]

τουρκοκρατούμαι [turkokratúme] Ρ10.9β : για χώρα ή για λαό που βρίσκεται κάτω από την τουρκική κυριαρχία: Mελέτη για την παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Tο βόρειο τμήμα της Kύπρου τουρκοκρατείται.

[λόγ. Τούρκ(ος) -ο- + -κρατούμαι]

τουρκοκυπριακός -ή -ό [turkokipriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Tούρκους της Kύπρου (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το ελληνοκυπριακός): Tουρκοκυπριακά χωριά / σχολεία.

[λόγ. Τουρκοκύπρι(ος) -ακός]

Tουρκοκύπριος ο [turkokíprios] Ο19 θηλ. Tουρκοκύπρια [turkokípria] Ο27α & Tουρκοκυπρία [turkokipría] Ο25α γεν. πληθ. Tουρκοκυπρίων : ο Tούρκος κάτοικος της Kύπρου (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το Ελληνοκύπριος).

[λόγ. Τούρκ(ος) -ο- + Κύπριος· λόγ. Tουρκοκύπρ(ιος) -ια· λόγ. Tουρκοκύπρ(ιος) -ία]

τουρκολογία η [turkolojía] Ο25 : επιστήμη που μελετά τον πολιτισμό, τη γλώσσα και την ιστορία των τουρκικών λαών.

[λόγ. < γερμ. Turcologie < Turco- < τουρκ. türk = Τούρκ(ος) -ο- + -logie = -λογία]

τουρκολόγος ο [turkolóγos] Ο18 θηλ. τουρκολόγος [turkolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στην τουρκολογία.

[λόγ. < γερμ. Turcologe < Turco- < τουρκ. türk = Τούρκ(ος) -ο- + -loge = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

τουρκομερίτης ο [turkomerítis] Ο10 θηλ. τουρκομερίτισσα [turkomerí tisa] Ο27α : (μειωτ., παρωχ.) χαρακτηρισμός Έλληνα που καταγόταν από τουρκικές ή τουρκοκρατούμενες περιοχές.

[Τούρκ(ος) -ο- + μέρ(ος) -ίτης· τουρκομερίτ(ης) -ισσα]

τουρκομπαρόκ το [turkobarók] Ο (άκλ.) : 1. τεχνοτροπία που αναπτύχθηκε στο χώρο της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας κατά το 18ο αι. και που αποτελεί μια σύνθεση στοιχείων μπαρόκ της Δυτικής Ευρώπης με τα ντόπια στοιχεία της οθωμανικής τέχνης. 2. (μειωτ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. κακόγουστο.

[λόγ. τουρκ(ικός) -ο- + μπαρόκ]

τουρκοπατημένος -η -ο [turkopatiménos] Ε3 : (λαϊκότρ.) για χώρα ή περιοχή που την έχουν κατακτήσει οι Tούρκοι.

[Τούρκ(ος) -ο- + πατημένος μππ. του πατώ]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες