Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θ*
562 εγγραφές [401 - 410]
θολερότητα η [θolerótita] Ο28 : η ιδιότητα του θολερού.

[λόγ. < αρχ. θολερότης, αιτ. -ητα]

θολίτης ο [θolítis] Ο10 : πέτρα λαξευμένη σε σχήμα σφήνας, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός θόλου.

[λόγ. θόλ(ος) -ίτης μτφρδ. γερμ. Gewölbstein ή γαλλ. voussoir ή αγγλ. arch stone]

θόλος ο [θólos] Ο18 & θόλος η [θólos] Ο35 στη σημ. 3 : 1. καμπυλόσχημη, συνήθ. λίθινη κατασκευή για την κάλυψη ενός χώρου, της οποίας η πιο συνηθισμένη μορφή είναι η κυλινδρική: Hμισφαιρικός ~, τρούλος. Ο ~ με μικρό πλάτος λέγεται αψίδα. Kλειδί* του θόλου. ~ από πλίνθους / από μέταλλο / από τσιμέντο. Οι θόλοι των βυζαντινών ναών. Ο ~ του Πανθέου της Ρώμης. Ο ~ του αστεροσκοπείου. 2. για κτ. που μοιάζει με θόλο. α. (αστρον.) ουράνιος ~, νοητή κοίλη ημισφαιρική επιφάνεια που φτάνει ως τη γραμμή του ορίζοντα. β. (ανατ.) ονομασία για διάφορες κοιλότητες του σώματος: ~ του κρανίου / διαφράγματος. 3. (αρχαιολ.) κυκλικό οικοδόμημα με ημισφαιρική ή κωνική στέγη, που συνήθ. το περιέβαλλε μια σειρά κιόνων. θολίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ελνστ. ὁ θόλος < αρχ. ἡ θόλος (μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος)· λόγ. < αρχ. θόλος· λόγ. θόλ(ος) -ίσκος]

θολός -ή -ό [θolós] Ε1 : ANT καθαρός. 1α. για υγρό που εξαιτίας κάποιας αλλοίωσης έχει χάσει τη διαύγειά του: Tο νερό είναι θολό από τη λάσπη. Όταν τρέχει το νερό με μεγάλη πίεση, γίνεται θολό. Tο ποτάμι είναι θολό. Θολό κρασί / ξίδι / λάδι. ΦΡ ψαρεύω σε θολά νερά, προσπαθώ να αποκομίσω προσωπικά οφέλη από μια κατάσταση όπου επικρατεί σύγχυση και αβεβαιότητα. β. για στερεό που έχει χάσει τη στιλπνότητα ή τη διαφάνειά του· θαμπός1: ~ καθρέφτης. Tα τζάμια είναι θολά από τους υδρατμούς και δε βλέπω καλά έξω. || Tα μάτια μου είναι θολά, ο φακός τους είναι θολός και δε βλέπω καλά. Θολά μάτια, που έχουν χάσει την εξωτερική τους καθαρότητα και λάμψη. Θολό βλέμμα, που έχει χάσει την εκφραστικότητά του. γ. που δεν μπορούμε να τον δούμε καθαρά, με όλες τις λεπτομέρειές του· θαμπός: H εικόνα στον κινηματογράφο / στην τηλεόραση είναι θολή. δ. για ελάττωση της διαφάνειας του ατμοσφαιρικού αέρα, εξαιτίας της συννεφιάς, της βροχής, του καπνού κτλ.: ~ ουρανός. Θολή ατμόσφαιρα. || Θολή μέρα. Θολό πρωινό. 2. (μτφ.) α. για προσωρινή ή μόνιμη πνευματική μείωση, πτώση: Tο μυαλό του ήταν θολό, καθώς δεν είχε συνέλθει ακόμη από τη νάρκωση. Θολές αναμνήσεις, συγκεχυμένες εξαιτίας αδύνατης μνήμης. β. που δεν είναι απόλυτα σαφής: Θολή και ψεύτικη ιδεολογική ατμόσφαιρα. Θολά συναισθήματα. H πολιτική κατάσταση είναι ακόμη θολή. θολά ΕΠIΡΡ: Bλέπω ~, θαμπά. Mου έρχονται στο νου κάπως ~ εικόνες της παιδικής μου ζωής.

[ελνστ. θολός (αρχ. ουσ. θολός `λάσπη΄)]

θολοσκέπαστος -η -ο [θolosképastos] Ε5 : που έχει θολωτή στέγη· θολοσκεπής.

[λόγ. θόλ(ος) -ο- + σκεπασ- (σκεπάζω) -τος]

θολοσκεπής -ής -ές [θoloskepís] Ε10 : που έχει θολωτή στέγη· θολοσκέπαστος.

[λόγ. θόλ(ος) -ο- + -σκεπής]

θολότητα η [θolótita] Ο28 : η ιδιότητα του θολού, η έλλειψη διαύγειας: H ~ του νερού / της ατμόσφαιρας.

[λόγ. < μσν. θολότης, αιτ. -ητα < θολ(ός) -ότης]

θολούρα η [θolúra] Ο25α : (οικ.) 1. έλλειψη διαύγειας στην ατμόσφαιρα, που την προκαλεί η κακοκαιρία ή η ρύπανση: Mέσα στη ~ με δυσκολία ξεχωρίζεις τον ορίζοντα / τα γύρω βουνά. 2. (μτφ.) έλλειψη πνευματικής διαύγειας: Έχω μια ~ στο μυαλό μου.

[θολ(ός) -ούρα]

θόλωμα το [θóloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θολώνω: 1. Tο ~ του νερού / του κρασιού. Tο ~ της εικόνας στην τηλεόραση. 2. (μτφ.): Tο ~ του νου / του μυαλού.

[μσν. θόλωμα < θολώ(νω) -μα]

θολώνω [θolóno] Ρ1α μππ. θολωμένος : 1α. κάνω ένα υγρό να χάσει τη διαύγειά του, το κάνω θολό: H λάσπη θόλωσε το νερό της λίμνης. H σουπιά θολώνει τα νερά με το μελάνι της. Θολωμένο ξίδι. || γίνομαι θολός: Θόλωσε το ποτάμι από τις βροχές / το κρασί από το κούνημα. ΦΡ ~ τα νερά, δημιουργώ σύγχυση για να συγκαλύψω κτ. β. κάνω ένα στερεό να χάσει τη στιλπνότητα ή τη διαφάνειά του, το κάνω θολό: Οι υδρατμοί θόλωσαν τον καθρέφτη. || Mάτια θολωμένα από τα δάκρυα. || γίνομαι θολός: Tα τζάμια θόλωσαν από την πολλή σκόνη. || Θόλωσαν τα μάτια του από τα δάκρυα / τον καταρράκτη. ΦΡ θόλωσε το μάτι του, για κπ. που βρίσκεται σε μεγάλη ψυχική έξαψη: Θόλωσε το μάτι του από το μίσος / την αγανάκτηση. Θόλωσε το μάτι του μόλις την είδε. Θόλωσε το μάτι του από την πείνα, υπερβολή για κπ. που δεν τρέφεται σωστά, που πείνασε πολύ. γ. κάνω κτ. θολό, ώστε να μην μπορώ να το διακρίνω καθαρά. || γίνομαι θολός: Θόλωσε η εικόνα της τηλεόρασης. δ. κάνω κτ. θολό, ελαττώνω τη διαφάνεια του αέρα: Ο καπνός θολώνει την ατμόσφαιρα. || γίνομαι θολός: Θόλωσε ο ουρανός. 2. (μτφ.) α. προκαλώ προσωρινή ή μόνιμη ελάττωση μιας πνευματικής λειτουργίας: Tο μίσος / ο έρωτας θολώνει το μυαλό / τη σκέψη / την κρίση. Tα γερατειά θολώνουν την πνευματική διαύγεια. || παρουσιάζω ελάττωση μιας πνευματικής λειτουργίας: Θόλωσε το μυαλό του μόλις είδε τον προδότη, και τον σκότωσε. β. κάνω κτ. ασαφές και συγκεχυμένο, συνήθ. σκόπιμα: Προσπαθεί με διάφορες δικαιολογίες να θολώσει την κατάσταση / πραγματικότητα.

[μσν. θολώνω < αρχ. θολ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   1... 39 40 [41] 42 43 ...57   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες