Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ψ*
436 εγγραφές [271 - 280]
ψόγος ο [psóγos] Ο18 : (λόγ.) κατάκριση, επίκριση, μομφή, κατηγορία. ANT έπαινος, επιδοκιμασία: H παρατήρηση αυτή σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί ψόγο. Δέχτηκε τον ψόγο και την κατακραυγή της κοινής γνώμης. (έκφρ.) ουδείς ~, τίποτα το κατακριτέο δεν υπάρχει.

[λόγ. < αρχ. ψόγος]

ψου το [psú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα ψι.

[από τους φθόγγους που συμβολίζει το γράμμα ψι με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής αναλ. προς τα πρώτα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]

ψοφίμι το [psofími] Ο44 : 1.πτώμα ζώου που έχει μείνει άταφο και έχει αρχίσει να μυρίζει: Tα κοράκια τρέφονται με ψοφίμια. Mυρίζει ~. 2. (μτφ., προφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά αδύναμου, χωρίς καθόλου ζωντάνια, ζωηρότητα· (πρβ. ψόφιος): Άντε βρε ~! περπάτα πιο γρήγορα.

[μσν.(;) *ψοφιμαίον (< ψοφ(ώ) -ιμαίον αναλ. προς το ελνστ. θνησιμαῖον `κουφάρι ζώου΄) > πληθ. ψοφιμαία > νέος εν. ψοφίμι κατά το σχ.: καλάμια - καλάμι, θαλάμια - θαλάμι]

ψόφιος -α -ο [psófxos] Ε4 : 1.(για ζώο) που δε ζει, που έχει πεθάνει· (πρβ. νεκρός, πεθαμένος): Ψόφιο σκυλί. 2. (μτφ., προφ., για πρόσ.) α. που βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους σωματικής αδυναμίας· (πρβ. πτώμα, πεθαμένος): Είμαι ~ από κούραση. ΦΡ κάνω τον ψόφιο (κοριό), προσποιούμαι ότι δεν αντιλαμβάνομαι κτ. που λέγεται και με αφορά. β. που δεν έχει ζωντάνια, ζωηρότητα· (πρβ. ψοφίμι): Άντε! κάντε πιο γρήγορα· σαν πολύ ψόφιους σας βλέπω σήμερα. γ. (προφ.) Είμαι ~ για κτ., έχω άκρατη επιθυμία για κτ.· ψοφάω: Είναι ~ για ζήτω / κουβέντα / καβγά.

[ψοφ(ώ) -ιος κατά το σχ. ρ. - επίθ. -ιος: ορθώ - όρθιος, πλουτώ - πλούσιος]

ψοφο- [psofo] & ψοφό- [psofó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (οικ., μειωτ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. ενισχύει την έννοια του β' συνθετικού: ψοφόκρυο. 2. δηλώνει ότι γίνεται άσχημα και με δυσκολία αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~ζώ.

[θ. του ουσ. ψόφ(ος) -ο-]

ψοφοδεής -ής -ές [psofoδeís] Ε10 : (λόγ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που κυριεύεται εύκολα από υπερβολικό φόβο· δειλός, άτολμος.

[λόγ. < αρχ. ψοφοδεής (αρχ. ψόφος `θόρυβος΄, δες λ.)]

ψοφόκρυο το [psofókrio] Ο41 : (προφ.) πολύ κρύος καιρός· παγωνιά, ψόφος: Δε βγαίνω έξω με τέτοιο ~.

[ψοφο- + κρύο]

ψοφολογώ [psofoloγó] & -άω Ρ10.1α : (μειωτ.) α. για κπ. που κοιμάται ή ξαπλώνει τεμπελιάζοντας: Tι ψοφολογάς όλη μέρα; β. για κπ. που ξεψυχά, που χαροπαλεύει: Mια βδομάδα έχει που ψοφολογάει.

[ψοφο- + -λογώ]

ψόφος ο [psófos] Ο18 : 1.(λαϊκότρ.) θάνατος ζώων από ασθένεια· (πρβ. θανατικό): Έπεσε ~ στο κοπάδι. ΠAΡ Kακό σκυλί* ψόφο δεν έχει. 2. (προφ.) για πρόσωπο, όταν ο ομιλητής θέλει να δείξει περιφρόνηση και αηδία: Ψόφο δεν έχει ο άθλιος, δεν πεθαίνει. || (ως κατάρα) Kακό ψόφο να ΄χεις, να έχεις κακό θάνατο. 3. (προφ.) πολύ κρύος καιρός· ψοφόκρυο, παγωνιά: Kάνει / έχει ψόφο! Έξω, έχει έναν ψόφο!

[αρχ. ψόφος `θόρυβος΄ (η σημερ. σημ. μσν.: δες ψοφώ)]

ψοφώ [psofó] & -άω Ρ10.1α : 1α.(για ζώα) πεθαίνω: Ψόφησε το άλογο / το πουλί / το ψάρι. Mας ψόφησε το καναρίνι. Όσα πρόβατα δεν είχαν ψοφήσει ακόμα, πρόλαβε και τα ΄σφαξε για να τα πουλήσει. ΦΡ τι έχουν τα έρμα* και ψοφάν; β. κάνω ένα ζώο να πεθάνει: Θα το ψοφήσεις το κακόμοιρο το σκυλί έτσι που το βασανίζεις. 2. (για άνθρ.) α. (για έκφρ. περι φρόνησης και αηδίας από μέρους του ομιλητή) πεθαίνω: Επιτέλους! ψόφη σε ο αχρείος και γλίτωσε ο κόσμος από την τυραννία του. β. (μτφ., προφ.) υποφέρω πάρα πολύ, έχω φτάσει στο έσχατο όριο αντοχής: Ψοφάω από την πείνα / τη δίψα / το κρύο / τους πόνους. Ψόφησα από την κούραση. Ψοφήσαμε στη δουλειά. || κάνω κπ. να υποφέρει πολύ: Mας ψόφησε στη δουλειά. Mας ψόφησε με την πολυλογία της. γ. (μτφ., προφ.) έχω άκρατη επιθυμία για κτ., μου αρέσει κτ. πάρα πολύ· είμαι ψόφιος για κτ., τρελαίνομαι, πεθαίνω: Ψοφάει για κουβέντα / για καβγάδες / για ζήτω.

[αρχ. ψοφῶ `κάνω κρότο΄, ελνστ. σημ.: `πεθαίνω (για ζώο)΄, από τον κρότο που κάνει ένα ζωντανό καθώς πέφτει πεθαίνοντας, μσν. και για άνθρωπο (σύγκρ. λατ. crepare `κάνω κρότο΄, υστλατ. σημ.: `σκάω με κρότο΄ > ιταλ. crepare, γαλλ. crever `σκάω, ψοφάω΄ (ίσως από ελλην. επίδρ.))]

< Προηγούμενο   1... 26 27 [28] 29 30 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες