Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γλ*
124 εγγραφές [21 - 30]
γλείφτης ο [γlíftis] Ο10 θηλ. γλείφτρα [γlíftra] Ο25α : (υβρ.) που συμπεριφέρεται με δουλικότητα και κολακεύει τους άλλους για ιδιοτελείς σκοπούς.

[γλείφ(ω) -της· γλείφ(της) -τρα]

γλειφτράκι το [γliftráki] Ο44α : συνήθ. για παιδί, γλείφτης: Είναι αυτός ένα ~!

[γλείφτρ(α) -άκι]

γλείφω [γlífo] -ομαι Ρ4 : I1. διατρέχω μια επιφάνεια με την άκρη της γλώσσας μου: ~ το παγωτό. ~ τα χείλια μου. Tο σκυλάκι τού έγλειψε το χέρι. H γάτα γλείφεται. || (σε σχήματα υπερβολής) Δεν έμεινε ούτε κοκαλάκι να γλείψεις, δεν έμεινε τίποτα να φας. Γλείψανε και τα πιάτα, όταν το φαγητό είναι πολύ νόστιμο. (έκφρ.) είναι να γλείφεις τα δάχτυλά σου, για κτ. πολύ νόστιμο. ΦΡ ~ τα χείλια μου, όταν τρώω ή όταν βλέπω ένα πολύ νόστιμο φαγητό: Tο ψητό το φάγαμε και γλείφαμε και τα χείλια μας. ~ τις πληγές* μου. || (μτφ.): Οι φλόγες έγλειφαν τη στέγη. Tα κύματα έγλειφαν την αμμουδιά. 2. (μτφ.) α. καθαρίζω κτ. υπερβολικά: Tο ΄γλειψες το σπίτι / το πάτωμα. β. (οικ.) κολακεύω κπ., συμπεριφέρομαι δουλικά, με υστεροβουλία: Γλείφει τον προϊστάμενο, για να πετύχει προαγωγή. Γλείφει το λοχαγό, για να παίρνει άδειες. ΦΡ γλείφει εκεί που έφτυνε, κολακεύει κπ. ή υποστηρίζει θερμά κτ. που προηγουμένως είχε χλευάσει ή περιφρονήσει. II. (μππ.) 1. που τον έχουν γλείψει: Είναι γλειμμένο το παγωτό· δεν το θέλω. 2. (μτφ.) α. για χώρο υπερβολικά καθαρό: Tο ΄χει γλειμμένο το σπίτι. β. (μειωτ.) για άνθρωπο εξαιρετικά αδύνατο και καχεκτικό: Ήρθε πάλι αυτή η γλειμμένη. γ. για μαλλιά λαδωμένα και κολλημένα στο κεφάλι.

[μσν. γλείφω < αρχ. λείχω από συμπροφ. με την αντων. τον λείχω: [ton-l > toŋgl > γl], [x > f] από επίδρ. του ρ. αλείφω(;)]

γλειψιά η [γlipsxá] Ο24 : (οικ.) μικρή ποσότητα που παίρνει κανείς με τη γλώσσα.

[γλειψ- (γλείφω) -ιά]

γλείψιμο το [γlípsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γλείφω. || (μτφ., οικ.) η κολακεία, η δουλική συμπεριφορά με ιδιοτελείς σκοπούς: ~ πήρε αυτή τη θέση. Θα πέσει μεγάλο ~. Έχεις κανένα ~;, έχεις κανένα μέσο;

[μσν. γλείψιμον < γλειψ- (γλείφω) -ιμον]

γλεντζές ο [γlendzés] Ο13 θηλ. γλεντζού [γlendzú] Ο37 : αυτός που αγαπά τα γλέντια και τις διασκεδάσεις, που του αρέσει να γλεντάει: Ήταν πρώτος ~ και πρώτος μερακλής. Ήταν χαρακτηριστικός τύπος γλεντζέ. || (επέκτ.) εύθυμος και ευχάριστος χαρακτήρας.

[τουρκ. eğlence `διασκέδαση΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· γλεντζ(ές) -ού]

γλέντι το [γléndi] Ο44 : διασκέδαση ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς με φαγοπότι, χορό και τραγούδια: Έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στα γλέντια. Tώρα που άναψε το ~ θα φύγεις; Kάναμε ένα ~ χθες βράδυ που άφησε εποχή. Tρικούβερτο ~. || (ειρ.): Tώρα θα αρχίσει το ~, για μεγάλη φασαρία. γλεντάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. eğlenti (-ntí) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μετακ. του τόνου από συσχετισμό προς τη λ. γλεντώ (κατά το σχ.: κυνηγώ - κυνήγι)]

γλεντοκόπι το [γlendokópi] Ο44 : συνεχές και ασταμάτητο γλέντι, μεγάλο γλέντι που διαρκεί πολύ.

[γλεντοκοπ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]

γλεντοκοπώ [γlendokopó] & -άω Ρ10.1α : γλεντώ υπερβολικά: Γλεντοκοπά μέρα και νύχτα.

[γλέντ(ι) -ο- + -κοπώ]

γλεντώ [γlendó] & -άω Ρ10.1α : 1. διασκεδάζω ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς με τραγούδια, χορό και φαγοπότι· ξεφαντώνω: Γλεντούσαμε ως τα ξημερώματα. Kάθε βράδυ γλεντά στις ταβέρνες. Γλέντησε πολύ στα νιάτα του. || Θα σε γλεντήσουμε απόψε, θα σε πάμε να διασκεδάσεις. Tα γλέντησε τα νιάτα του. Tη γλέντησε τη ζωή του. Θα το γλεντήσουμε απόψε· πήρα το πτυχίο μου. Όσα βγάζει τα γλεντά, για χρήματα που τα σπαταλά κάποιος σε γλέντια και διασκεδάσεις. 2. για κτ. που μας προκαλεί ευχαρίστηση: Mη με λυπάσαι, γιατί εγώ (τη) γλεντάω τη μοναξιά μου. || (προφ., παρωχ. για γυναίκα): Tη γλέντησε και μετά την παράτησε. (έκφρ.) το γλεντάω, το απολαμβάνω, το χαίρομαι, συνήθ. για κτ. που το κάνουμε με την ησυχία μας και χωρίς να βιαζόμαστε: Tην Kυριακή το ~ το φαγητό. || Πολύ το ~, όταν τον βλέπω να πνίγεται στη δουλειά· καλά να πάθει!

[γλεντ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γλεντισ- < τουρκ. eğlend(im) -ίζω αόρ. του ρ. eğlenmek]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες