Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ*
3.027 εγγραφές [1151 - 1160]
μεταγενέστερος -η -ο [metajenésteros] Ε5 : 1. που συνέβη ή που υπήρξε ύστερα από κπ. ή κτ. άλλο. ANT προγενέστερος: Mεταγενέστερο γεγονός. Οι μεταγενέστερες σκέψεις / έρευνες / γενεές. H διάταξη αυτή καταργήθηκε από άλλη μεταγενέστερη. || (ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι, άνθρωποι που έζησαν ή θα ζήσουν αργότερα: Για χάρη των μεταγενεστέρων. 2. (φιλολ., γλωσσ.) που ανήκει στην περίοδο από τον 3ο π.X. ως τον 4ο-5ο μ.X. αι. περίπου: ~ συγγραφέας / γραμματικός τύπος. μεταγενέστερα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < ελνστ. μεταγενέστερος συγκρ. του επιθ. μεταγενής `γεννημένος μετά΄]

μεταγλώσσα η [metaγlósa] Ο25 : (γλωσσ.) λόγος, συνήθ. τεχνητός και συμβατικός, που χρησιμοποιείται στην περιγραφή μιας γλώσσας.

[λόγ. μετα- + γλώσσα μτφρδ. αγγλ. metalanguage (meta- = μετα-)]

μεταγλωττίζω [metaγlotízo] -ομαι Ρ2.1 : α. μεταφέρω τμήμα λόγου από μια γλωσσική μορφή σε μια συνήθ. απλούστερη μορφή της ίδιας γλώσσας. || ειδικά για τα νέα ελληνικά, το μεταφέρω από την καθαρεύουσα στη δημοτική: Mετά την καθιέρωση της δημοτικής συγκροτήθηκαν επιτροπές για να μεταγλωττίσουν σχολικά βιβλία, δικαστικούς κώδικες κτλ. β. μεταφέρω τμήμα λόγου από μία γλώσσα σε άλλη: Ειδική επιτροπή μεταγλωττίζει τις ξένες λέξεις που έχουν εισχωρήσει στη γλώσσα μας. Mεταγλωττισμένο κινηματογραφικό έργο, που οι διάλογοί του έχουν μεταφραστεί και εκφωνούνται από άλλο πρόσωπο.

[λόγ. < μσν. μεταγλωττίζω `μεταφράζω΄ < μετα- αρχ. (αττ. διάλ.) γλώττ(α) `γλώσσα΄ -ίζω]

μεταγλώττιση η [metaγlótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταγλωττίζω: ~ ξένων επιστημονικών όρων. ~ του συντάγματος από την καθαρεύουσα στη δημοτική. ~ μιας κινηματογραφικής ταινίας.

[λόγ. μεταγλωττι- (μεταγλωττίζω) -σις > -ση]

μεταγλωττιστής ο [metaγlotistís] Ο7 θηλ. μεταγλωττίστρια [metaγlotí stria] Ο27 : αυτός που κάνει μεταγλώττιση.

[λόγ. μεταγλωττισ- (μεταγλωττίζω) -τής· λόγ. μεταγλωττισ(τής) -τρια]

μεταγραφή η [metaγrafí] Ο29 : 1. γραπτή απόδοση λέξης ή κειμένου με άλλο αλφάβητο ή σύστημα γραφής από εκείνο του πρωτοτύπου: H ~ των ξένων κύριων ονομάτων. Φωνητική ~ μιας λέξης, απόδοσή της στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο, ώστε να διευκολύνεται η ορθή προφορά της. ~ μιας αρχαίας επιγραφής. || ~ μιας μουσικής σύνθεσης, ώστε να μπορεί να εκτελεστεί με όργανο διαφορετικό από εκείνο για το οποίο κανονικά προορίζεται. 1. εγγραφή προσώπου σε άλλη ομάδα, σύλλογο κτλ., μετά την αποχώρησή του από αυτά στα οποία βρισκόταν έως τώρα: ~ ποδοσφαιριστή από μια ομάδα σε άλλη. Περίοδος των μεταγραφών. || (επέκτ.): Ο Aσάνοβιτς, μια από τις πιο καλές μεταγραφές του Παναθηναϊκού. α2. μετεγγραφή: ~ φοιτητή από μια σχολή σε άλλη. Aίτηση για ~. β. (νομ.) καταγραφή στο υποθηκοφυλακείο της μεταβίβασης ενός ακινήτου: Πιστοποιητικό μεταγραφής.

[λόγ. < ελνστ. μεταγραφή `αλλαγή κειμένου΄ σημδ. γαλλ. transcription & < μετεγγραφή αναλ. προς τις φρ. εγγράφομαι / γράφομαι στο πανεπιστήμιο]

μεταγραφικός -ή -ό [metaγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μεταγραφή2: Άρχισε η μεταγραφική περίοδος.

[λόγ. μεταγραφ(ή)2 ικός]

μεταγράφω [metaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. μετέγραψα, απαρέμφ. μεταγράψει, παθ. αόρ. μεταγράφηκα και μεταγράφτηκα, απαρέμφ. μεταγραφεί και μεταγραφτεί, μππ. μεταγραμμένος : κάνω μεταγραφή: Ελληνικό κείμενο μεταγραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες. Είναι φοιτητής στο εξωτερικό και θέλει να μεταγραφεί σε ελληνικό πανεπιστήμιο.

[λόγ. < αρχ. μεταγράφω `αντιγράφω, ξαναγράφω΄ σημδ. γαλλ. transcrire (στη νέα σημ.) < λατ. transcribo `αντιγράφω΄ μτφρδ. αρχ. μεταγράφω]

μετάγω [metáγo] -ομαι Ρ πρτ. μετήγα, αόρ. μετήγαγα, απαρέμφ. μεταγάγει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) μετήχθη, μετήχθησαν, απαρέμφ. μεταχθεί : (λόγ.) μεταφέρω κπ. από ένα μέρος σε ένα άλλο: Mετήχθη από την Aσφάλεια στις φυλακές της Kέρκυρας.

[λόγ. < ελνστ. μετάγω, αρχ. σημ.: `αλλάζω δρόμο, πορεία΄]

μεταγωγή η [metaγojí] Ο29 : μεταφορά ενός προσώπου από έναν τόπο σε άλλο με αστυνομική συνοδεία: ~ κρατουμένων, ιδίως από μια φυλακή σε άλλη. Tο (τμήμα) μεταγωγών, αστυνομική υπηρεσία που φροντίζει για τη μεταφορά των κρατουμένων.

[λόγ. < ελνστ. μεταγωγή]

< Προηγούμενο   1... 114 115 [116] 117 118 ...303   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες