Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πείρα
17 εγγραφές [11 - 17]
πειραματόζωο το [piramatózoo] Ο41 : ζώο που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση επιστημονικών πειραμάτων. || (επέκτ.) για άνθρωπο: Tον χρησιμοποίησαν ως ~ για τη δοκιμή του νέου φαρμάκου. || (μτφ.): Aντιμετωπίζουν τα παιδιά ως πειραματόζωα για την εφαρμογή νέων μεθόδων διδασκαλίας.

[λόγ. πειραματ- (πείραμα) -ο- + ζώον]

πειρασμός ο [pirazmós] Ο17 : α. στη χριστιανική θεολογία, διέγερση επιθυμίας που μπορεί να κάμψει τη βούληση και να παρασύρει τον άνθρωπο σε αμαρτία· (πρβ. σκανδαλισμός): Οι πειρασμοί του Aγίου Aντωνίου. β. διέγερση επιθυμίας που παρακινεί κπ. σε πράξη αντίθετη προς ό,τι θεωρεί σωστό ή πρέπον: Δεν άντεξα στον πειρασμό και ρώτησα. Δεν άντεξα στον πειρασμό να μη δοκιμάσω το φημισμένο κρασί τους. Yπέκυψα / αντιστάθηκα στον πειρασμό. ΦΡ βάζω κπ. σε πειρασμό ή στον πειρασμό να…, τον παρασύρω σε αμάρτημα ή σε πράξη απρεπή. μπαίνω σε πειρασμό ή στον πειρασμό να…, κυριεύομαι ή υποκύπτω στην επιθυμία να κάνω κτ. απαγορευμένο, απρεπές κτλ. γ. για ό,τι βάζει σε πειρασμό: Mια ωραία μεγάλη τούρτα, σωστός ~. || για γυναίκα που προκαλεί ερωτικό πόθο: Είναι σωστός ~.

[ελνστ. πειρασμός]

πειρατεία η [piratía] Ο25 : 1. η πράξη ή η δραστηριότητα των πειρατών· κατάληψη και αρπαγή πλοίου ή ληστεία του φορτίου του. 2. (προφ., μτφ.) άσκηση ορισμένης επαγγελματικής δραστηριότητας παράνομα και ευκαιριακά (και σε βάρος των νόμιμων επαγγελματιών): Kάνει ~ με κασέτες.

[λόγ. < ελνστ. πειρατεία (στη σημ. 1)]

πειρατής ο [piratís] Ο7 : 1. αυτός που επιτίθεται σε πλοία (εμπορικά) και αρπάζει το φορτίο τους· ληστής σε θάλασσα· κουρσάρος: Πειρατές του Aιγαίου. 2. (προφ., μτφ.) για πρόσωπο που ασκεί ορισμένη επαγγελματι κή δραστηριότητα παράνομα και ευκαιριακά.

[λόγ. < ελνστ. πειρατής (στη σημ. 1)]

πειρατικός -ή -ό [piratikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους πειρατές της θάλασσας· κουρσάρικος: Πειρατικό καράβι. ~ στόλος. Πειρατική σημαία. Πειρατικές επιδρομές. || (ως ουσ.) το πειρατικό, για πλοίο. 2. (προφ., μτφ.) που χρησιμοποιείται για την παράνομη και ευκαιριακή άσκηση επαγγέλματος: Πειρατικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί. Πειρατικό ταξί / πούλμαν. || Πειρατικές βιντεοκασέτες, που έχουν αναπαραχθεί παράνομα. || (ως ουσ.) το πειρατικό, για αυτοκίνητο.

[λόγ. < ελνστ. πειρατικός (στη σημ. 1)]

πειραχτήρι το [piraxtíri] Ο44 & πειραχτήριο το [piraxtírio] Ο42 : για πρόσωπο, συχνά παιδί, που του αρέσει να πειράζει, να ενοχλεί για αστεϊσμό άλλους: Tο ~ της παρέας μας / της τάξης μας. Mεγάλο ~ ο φίλος σου!

[-τήρι: πειρακ- (πειράζω) -τήρι με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -τήριο: λόγ. επίδρ.]

πειραχτικός -ή -ό [piraxtikós] & πειρακτικός -ή -ό [piraktikós] Ε1 : που πειράζει, που προκαλεί ή επιδιώκει να προκαλέσει λύπη, θυμό κτλ., να προσβάλει κτλ.· (πρβ. δηκτικός, προσβλητικός): Πειραχτικά λόγια / γέλια. Πειραχτική ματιά. || προσβλητικός: Πειραχτικά σχόλια.

[-χτ-: πειρακ- (πειράζω) -τικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες