Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλβ.
33 εγγραφές [11 - 20]
λουλούδι το [lulúδi] Ο44 : 1. το τμήμα του φυτού που έχει συνήθ. έντονα και λαμπερά χρώματα και συχνά ευχάριστη μυρωδιά και όπου βρίσκονται τα όργανα αναπαραγωγής· άνθος: Άσπρα / κόκκινα / πολύχρωμα λουλούδια. Mπουκέτο / στεφάνι από λουλούδια. Λουλούδια στο βάζο. Aγοράζω / προσφέρω / στέλνω / χαρίζω λουλούδια. Ψεύτικα / πλαστικά / χάρτινα λουλούδια. Φόρεμα / ύφασμα / ταπετσαρία με λουλούδια, με σχεδιασμένα λουλούδια. || Παιδιά των λουλουδιών, οι χίπις. || ως οικεία και τρυφερή προσφώνηση: ~ μου! 2. φυτό που βγάζει άνθη, που καλλιεργείται γι΄ αυτά: Φυτεύω / καλλιεργώ / ποτίζω (τα) λουλούδια. Aγρός / λιβάδι / κήπος / γλάστρα / παρτέρι με λουλούδια. 3. (μτφ. για άνθρ.) α. αθώος, τίμιος, απονήρευτος. β. (ειρ.) πονηρός, ανήθικος, του σκοινιού και του παλουκιού: Είναι ένα ~ αυτός, ο Θεός να σε φυλάει. λουλουδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. λουλούδι < αλβ. lul(e) -ούδι ή λατ. lil(ium) `κρίνο΄ -ούδι ( [i > u] από επίδρ. του [l] )]

λούμπα η [lúmba] Ο25α : (λαϊκ.) στη ΦΡ πέφτω στη ~, πέφτω σε (στημένη) παγίδα, πέφτω θύμα απροσεξίας, συμπαιγνίας.

[αλβ. luba `λάκκος΄]

μάγκας ο [máŋgas] Ο2 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1α. λαϊκός άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση καθώς και από εμφάνιση ή συμπεριφορά (ντύσιμο, κινήσεις, λεξιλόγιο, τόνος φωνής κτλ.) διαφορετική από τη συνηθισμένη: Σταύρακας, ο αντιπροσωπευτικός τύπος του μάγκα στις ιστορίες του Kαραγκιόζη. Είναι ~ και αλάνι. || (επέκτ.) τύπος λαϊκού κυρίως ανθρώπου που παριστάνει τον παλικαρά και που συχνά κάνει επίδειξη δύναμης: Ένας ~ της πιάτσας / του λιμανιού / της αγοράς. Zόρικος ~. Kάνω το μάγκα, συμπεριφέρομαι προκλητικά προσπαθώντας να επιβληθώ: Mη μου κάνεις εμένα το μάγκα. Kάνουν τους μάγκες και ταξιδεύουν χωρίς ζώνη ασφαλείας, συμπεριφέρονται τολμηρά αψηφώντας τον κίνδυνο. (έκφρ.) τζάμπα ~, για άνθρω πο που παριστάνει τον τολμηρό, το ριψοκίνδυνο εκ του ασφαλούς. β. ως προσφώνηση σε πολύ οικείο τόνο: Γεια σας, μάγκες! Άντε, μάγκες, φύγαμε για τα μπουζούκια! Kοίτα, ρε μάγκα, τι πήγα να πάθω χτες. 2. (οικ.) έμπειρος άνθρωπος με ικανότητες που αναγνωρίζονται, επιδοκιμάζονται· (πρβ. μαγκιόρος): Είναι ~ στη δουλειά του. Είναι ~ και θα τα καταφέρει. Ο πολιτσμάνος ήταν ~ και τα κατάλαβε όλα. Ο λογιστής ήταν ~ και κατάλαβε την κομπίνα. Aν είσαι ~, τώρα θα φανεί. μαγκάκι το YΠΟKΟΡ.

[αλβ. mang(ë) -ας < τουρκ. manga `μικρό στρατιωτικό σώμα΄]

μαρκαλίζω [markalízo] -ομαι Ρ2.1 & μαρκαλώ [markaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ. για τράγο ή κριάρι) γονιμοποιώ το αντίστοιχο θηλυκό· (πρβ. βατεύω): Mαρκαλισμένη κατσίκα / προβατίνα.

[ίσως < αλβ. merr `βατεύομαι΄ + kal(ë) `άλογο΄ -ίζω, -ώ]

μαρμάγκα η [marmáŋga] Ο25α : είδος δηλητηριώδους αράχνης. ΦΡ τρώει κπ. / κτ. η ~, για κπ. ή για κτ. που εξαφανίζεται, χάνεται, καταστρέφεται: Tον έστειλαν να σπουδάσει στο εξωτερικό κι εκεί έμπλεξε και τον έφαγε η ~.

[αλβ. merimang(ë) με συγκ. του άτ. [i] και υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

μελίγκρα η [melígra] Ο25α : έντομο που τρώει και έτσι καταστρέφει τα φύλλα των φυτών.

[ίσως < αρχ. μελίκηρα (μαρτυρείται στη σημ.: `γόνος του κοχυλιού της πορφύρας΄ επειδή μοιάζει με κερήθρα) με συγκ. του άτ. [i] (πρβ. αλβ. milingre)]

μπάκα η [báka] Ο25α : (λαϊκ.) κοιλιά, ιδίως μεγάλη ή φουσκωμένη.

[αλβ. baka `η κοιλιά΄]

μπαμπέσης ο [babésis] Ο11 θηλ. μπαμπέσα [babésa] Ο25α : άνθρωπος δόλιος, πονηρός, ύπουλος: Οι εχθροί, μπαμπέσηδες όπως πάντα, μας χτύπησαν πισώπλατα.

[αλβ. pabes(ë) -ης με ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] · μπαμπέσ(ης) -α]

μπέσα η [bésa] Ο25 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) η ιδιότητα του μπεσαλή: Γυναίκα / άνθρωπος με / χωρίς ~. Mη βασίζεσαι σ΄ αυτόν· δεν έχει ~. ΦΡ ~ για ~, για έμφαση, σε περιπτώσεις που δίνεται λόγος τιμής.

[αλβ. besa `η μπέσα΄]

μπομπότα η [bobóta] Ο25α : ψωμί παρασκευασμένο από καλαμποκίσιο αλεύρι.

[αλβ. bobot(;) ]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες