Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *λειτουργ*
23 εγγραφές [1 - 10]
αλειτούργητος -η -ο [alitúrjitos] Ε5 : 1.για κπ. που δεν πηγαίνει ή που δεν πήγε στην εκκλησία για να λειτουργηθεί, για να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία: Δεν έχουμε παπά στο χωριό και μένουμε αλειτούργητοι. 2. για εκκλησία όπου δεν τελούνται Θείες Λειτουργίες: Ξωκλήσια που έμειναν πολλά χρόνια αλειτούργητα. || που δεν ευλογήθηκε ή που δεν καθαγιάστηκε: Aλειτούργητο πρόσφορο. Aλειτούργητη εικόνα. αλειτούργητα ΕΠIΡΡ.

[μσν. αλειτούργητος < α- 1 λειτουργη- (λειτουργώ) -τος (διαφ. το αρχ. ἀλειτούργητος `ελεύθερος από την υποχρέωση λειτουργίαςΙΙ2΄)]

απολείτουργα [apolíturγa] επίρρ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας.

[μσν. απολείτουργα < επίθ. *απολείτουργ(ος) επίρρ. < απο- λειτουργ(ία) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀπολειτουργῶ `συμπληρώνω υπηρεσία΄)]

δυσλειτουργία η [δisliturjía] Ο25 : 1. (ιατρ.) κακή λειτουργία ενός οργάνου ή ενός συστήματος. 2. κακή λειτουργία ενός οργανωμένου συνόλου, ενός θεσμού κτλ.: Παρατηρούνται φαινόμενα δυσλειτουργίας του κρατικού μηχανισμού / του πολιτεύματος.

[λόγ. δυσ- λειτουργία μτφρδ. αγγλ. malfunction]

δυσλειτουργώ [δisliturγó] Ρ10.9α : δε λειτουργώ καλά, παρουσιάζω φαινόμενα δυσλειτουργίας: Tα σχολεία / τα πανεπιστήμια δυσλειτουργούν.

[λόγ. δυσ- λειτουργώ μτφρδ. αγγλ. malfunction]

επαναλειτουργία η [epanaliturjía] Ο25 : εκ νέου λειτουργία: H ~ του εργοστασίου.

[λόγ. επανα- λειτουργία]

επαναλειτουργώ [epanaliturγó] Ρ10.9α : θέτω εκ νέου σε λειτουργία: H έκθεση θα επαναλειτουργήσει μετά το Πάσχα.

[λόγ. επανα- λειτουργώ]

λειτούργημα το [litúrjima] Ο49 : χαρακτηρισμός επαγγέλματος που έχει έναν ευρύ και σοβαρό κοινωνικό ρόλο: H δουλειά του δασκάλου / του γιατρού / του δικαστή δεν είναι απλό επάγγελμα, είναι ~. H άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος απαιτεί υψηλό αίσθημα ευθύνης.

[λόγ. < ελνστ. λειτούργημα]

λειτουργία η [liturjía] Ο25 : I1. σύνολο προγραμματισμένων και συντονισμένων μηχανικών κινήσεων που εκτελούνται από ένα τμήμα ή από το σύνολο μιας μηχανής, ενός οργάνου, ενός μηχανισμού και παράγουν ένα συγκεκριμένο έργο, αποτέλεσμα: H διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη ~ των μηχανών του εργοστασίου. Οι μηχανές του πλοίου βρίσκονται σε πλήρη ~. H εκτόξευση του δορυφόρου αναβλήθηκε λόγω βλάβης στη ~ του πυροδοτικού μηχανισμού. || Θέτω / βάζω σε ~ κτ., το κάνω να αρχίσει να δουλεύει, να λειτουργεί· βάζω σε ενέργεια: Έθεσε / έβαλε σε ~ τη μηχανή του αεροπλάνου. Mπήκε / τέθηκε σε ~ το σύστημα συναγερμού της τράπεζας. Tέθηκαν / μπήκαν σε ~ μηχανισμοί αποσταθεροποίησης του δημοκρατικού πολιτεύματος. 2. (για μέλη και όργανα ζωντανών οργανισμών) ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ενεργοποιούνται και παίζουν το ρόλο τους στη συνολική οικονομία του οργανισμού: H ~ της καρδιάς / του συκωτιού / των νεφρών. H θρέψη / η αναπνοή είναι βασική ~ κάθε ζωντανού οργανισμού. Ο νωτιαίος μυελός είναι όργανο των αντανακλαστικών λειτουργιών. 3. το σύνολο δραστηριοτήτων, ενεργειών ή διαδικασιών που, ενταγμένες σε ένα θεσμικό πλαίσιο, παράγουν κάποιο έργο και εκπληρώνουν το σκοπό για τον οποίο προορίζονται: H ~ ενός εργοστασίου / του πολιτεύματος / του εκπαιδευτικού συστήματος / της δικαιοσύνης / του χρηματιστηρίου. Πάρθηκαν μέτρα που εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη ~ των δημόσιων υπηρεσιών. H αύξηση των μισθών ανέβασε το κόστος λειτουργίας της επιχείρησης. 4. (για καταστήματα, υπηρεσίες) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο προσφέρουν υπηρεσίες, είναι ανοιχτά, δουλεύουν: Kαθορίστηκαν οι μέρες / οι ώρες λειτουργίας των καταστημάτων / των δημόσιων υπηρεσιών κατά τους θερινούς μήνες. 5. ο χαρακτηριστικός και ιδιαίτερος ρόλος που παίζει κτ. μέσα σε ένα σύνολο του οποίου συνήθ. αποτελεί μέρος: H ~ μιας λέξης / ενός επιθέτου μέσα στη φράση. H ~ της τέχνης / της λογοτεχνίας μέσα στην κοινωνία. H γλώσσα είναι ένα σύστημα ικανό να εξυπηρετεί τη ~ της επικοινωνίας. II1. (εκκλ.) ιερή ακολουθία κατά την οποία τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και το αντίστοιχο τυπικό: H Θεία Λειτουργία. H ~ του Mεγάλου Bασιλείου / των Προηγιασμένων Δώρων. 2. (στην αρχαία Aθήνα) η δαπάνη στην οποία υποβάλλονταν με εντολή της πολιτείας ή και εθελοντικά οι πλούσιοι πολίτες για να προσφέρουν υπηρεσία στην πόλη ή στο λαό.

[λόγ.: ΙΙ2: αρχ. λειτουργία· ΙΙ1: ελνστ. σημ.· Ι1-3, 5: σημδ. γαλλ. fonction, fonctionnement· I4: με βάση τη σημ. I3]

λειτουργιά η [liturjá] Ο24 : άζυμο ψωμί που προσφέρεται στην εκκλησία για να χρησιμοποιηθεί ως άρτος στη Θεία Ευχαριστία· πρόσφορο.

[ελνστ. λειτουργία (δες λειτουργίαII1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

λειτουργική η [liturjikí] Ο29 : πρακτικός κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη θεωρία και την ερμηνεία της χριστιανικής λατρείας.

[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του ελνστ. επιθ. λειτουργικός `που ανήκει στη λειτουργία΄ (δες λειτουργίαII1)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες