Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *καπηλ*
16 εγγραφές [1 - 10]
ακαπήλευτος -η -ο [akapíleftos] Ε5 : που δεν τον έχουν καπηλευτεί, που δεν έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης.

[λόγ. < ελνστ. ἀκαπήλευτος]

αρχαιοκαπηλία η [arxeokapilía] Ο25 : το παράνομο εμπόριο έργων αρχαίας τέχνης.

[λόγ. αρχαιοκάπηλ(ος) -ία]

αρχαιοκάπηλος ο [arxeokápilos] Ο20α : αυτός που εμπορεύεται παρανόμως έργα αρχαίας τέχνης: Συνελήφθησαν δύο αρχαιοκάπηλοι την ώρα που ετοιμάζονταν να πουλήσουν αρχαία νομίσματα.

[λόγ. αρχαιο- + κάπηλος]

εθνοκαπηλεία η [eθnokapilía] Ο25α : η καπηλεία των εθνικών ιδεωδών, η εκμετάλλευσή τους για ίδιο όφελος.

[λόγ. εθνοκάπηλ(ος) -εία]

εθνοκάπηλος ο [eθnokápilos] Ο20 θηλ. εθνοκάπηλος [eθnokápilos] Ο36 : ως χαρακτηρισμός προσώπου που καπηλεύεται τα εθνικά ιδεώδη, που τα εκμεταλλεύεται για ίδιο όφελος.

[λόγ. εθνο- + κάπηλος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

καπηλεία η [kapilía] Ο25 : η ενέργεια του καπηλεύομαι, η χρησιμοποίηση ιδεολογιών, ιδανικών ή προσώπων ως συνθημάτων για την επίτευξη ιδιοτελών σκοπών: H ~ της θρησκείας / της πατρίδας / των εθνικών αγωνιστών.

[λόγ. < αρχ. καπηλεία `μικρεμπόριο, λειτουργία ταβέρνας΄ κατά τη σημ. του καπηλεύομαι]

καπηλειό το [kapiló] Ο38 : (παρωχ.) λαϊκή ταβέρνα όπου σερβίρουν μεζέδες και ποτά: Tα καπηλειά του λιμανιού.

[αρχ. καπηλεῖον `ταβέρνα΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

καπηλεύομαι [kapilévome] Ρ5.1β : εκμεταλλεύομαι μια ιδεολογία, ένα ιδανικό, ένα πρόσωπο ηρωικό, σεβαστό ή με μεγάλο κύρος, για ιδιοτελείς σκοπούς που σχετίζονται κυρίως με τη δημόσια ζωή: Οι δικτατορίες καπηλεύτηκαν έννοιες όπως η οικογένεια, η πατρίδα, η θρησκεία, για να στηρίξουν την εξουσία τους στο λαό. Tα κόμματα καπηλεύονται τους αγώνες του λαού.

[λόγ. < αρχ. καπηλεύω `κάνω μικρεμπόριο, διαφθείρω τα πράγματα΄, μέσο κατά το εμπορεύομαι]

καπηλευτής ο [kapileftís] Ο7 : αυτός που καπηλεύεται κτ. ή κπ.· κάπηλος.

[λόγ. καπηλεύ(ομαι) -τής]

καπηλευτικός -ή -ό [kapileftikós] Ε1 : που αναφέρεται στην καπηλεία.

[λόγ. < αρχ. καπηλευτικός `που ανήκει σε κάπηλο΄ κατά τη σημ. του καπηλεύομαι]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες