Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ψ*
436 εγγραφές [291 - 300]
ψυχαναγκαστικός -ή -ό [psixanaŋgastikós] Ε1 : (για πράξη, διαδικασία κτλ.) που επιβάλλει ψυχολογικό καταναγκασμό: Ψυχαναγκαστική διαδικασία / επιχειρηματολογία.

[λόγ. ψυχαναγκασ(μός) -τικός]

ψυχανάλυση η [psixanálisi] Ο33 : α.μέθοδος της κλινικής ψυχολογίας που ερευνά τα ψυχικά φαινόμενα που συμβαίνουν στο βάθος της συνείδησης· το σύνολο των θεωριών του Φρόιντ και των μαθητών του, που αφορούν το συνειδητό και ασύνειδο ψυχικό βίο. β. ψυχοθεραπευτική μέθοδος που στηρίζεται στις παραπάνω θεωρίες. γ. μελέτη θέματος, έργου τέχνης κτλ. με βάση τις παραπάνω θεωρίες.

[λόγ. < γερμ. Ρsychoanalyse (ή μέσω του γαλλ. psychanalyse) < psych(o)- = ψυχ(ο)- 2 + Analyse = ανάλυ(σις) -ση]

ψυχαναλυτής ο [psixanalitís] Ο7 θηλ. ψυχαναλύτρια [psixanalítria] Ο27 : ψυχίατρος ειδικευμένος στην εφαρμογή της μεθόδου της ψυχανάλυσης.

[λόγ. ψυχ(ανάλυσις) + αναλυτής μτφρδ. γερμ. Ρsychoanalytiker (δες στο ψυχανάλυση)· λόγ. ψυχαναλυ(τής) -τρια]

ψυχαναλυτικός -ή -ό [psixanalitikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ψυχανάλυση ή που γίνεται σύμφωνα με τα διδάγματά της: Ψυχαναλυτική μέθοδος / μελέτη. Ψυχαναλυτική θεωρία.

[λόγ. < γαλλ. psychanalytique < psychanaly(se) = ψυχανάλυ(σις) -tique = -τικός]

ψυχανεμίζομαι [psixanemízome] Ρ2.1β : (λογοτ.) αντιλαμβάνομαι κτ. με τη διαίσθησή μου· διαισθάνομαι: Πίσω απ΄ όλα τούτα τα φαινόμενα ~ μια θεϊκή βούληση.

[ψυχ(ή) + άνεμ(ος) -ίζομαι]

ψυχανθή τα [psixanθí] Ο (βλ. Ε10) : (βοτ.) κατηγορία η οποία περιλαμβά νει πολλές οικογένειες φυτών με άνθη που μοιάζουν με φτερά πεταλούδας.

[λόγ. < αρχ. ψυχ(ή) στη σημ.: `πεταλούδα΄ + άνθ(ος) -ή, ουδ. πληθ. του -ής απόδ. νλατ. papillionaceae]

ψυχανώμαλος -η -ο [psixanómalos] Ε5 : (ειρ.) για άτομο με διαταραγμένο ψυχικό κόσμο. || (ως ουσ.): Όλοι οι ψυχανώμαλοι εδώ μέσα ήταν μαζεμένοι.

[ψυχ(ο)- 2 + ανώμαλος]

ψυχάρα η [psixára] Ο25α : α.ως χαρακτηρισμός πολύ καλού και φιλότιμου ανθρώπου. β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου με ψυχικό σθένος και έντονη αγωνιστικότητα.

[ψυχ(ή) -άρα]

ψυχαρικός -ή -ό [psixarikós] Ε1 : που είναι σύμφωνος με τις γλωσσικές απόψεις του Ψυχάρη: Ψυχαρική γλώσσα / δημοτική· (πρβ. μαλλιαρός).

[λόγ. Ψυχάρ(ης) (όν. δημοτικιστή λογοτέχνη) -ικός]

ψυχαρισμός ο [psixarizmós] Ο17 : ο δημοτικισμός του Ψυχάρη· (πρβ. ακραίος δημοτικισμός, μαλλιαρισμός): Ο ~ έδωσε στο κίνημα του δημοτικισμού μια επιθετική ορμή. || λέξη, διατύπωση κτλ. που είναι σύμφωνη με τις γλωσσικές υποδείξεις του Ψυχάρη: H γλώσσα του δεν είναι εντελώς απαλλαγμένη από κάποιους ψυχαρισμούς.

[λόγ. Ψυχάρ(ης) -ισμός]

< Προηγούμενο   1... 28 29 [30] 31 32 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες