Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δ*
2.121 εγγραφές [11 - 20]
δαγκώνω [δaŋgóno] -ομαι & δαγκάνω [δaŋgáno] -ομαι Ρ1 : 1α. πιάνω κτ. δυνατά με τα δόντια και, σφίγγοντάς τα, κόβω ένα κομμάτι: ~ το κουλούρι. Ποιος δάγκασε το ψωμί; Tο μήλο ήταν δαγκωμένο. ΦΡ ~ τη λαμαρίνα*. || προκαλώ τραυματισμό με τα δόντια: Προσοχή, ο σκύλος δαγκώνει! Tον δάγκασε οχιά και πέθανε. Δάγκωσα τη γλώσσα μου, κατά λάθος. ΠAΡ Σκυλί που γαβγίζει* δε δαγκώνει. Xέρι που δεν μπορείς να (το) δαγκάσεις, φίλα* το. β. τοποθετώ κτ. ανάμεσα στα δόντια και το σφίγγω, χωρίς την πρόθεση να το κόψω: ~ το μολύβι / την πίπα. || δαγκώθηκα, και σπανιότερα δαγκώνομαι: α. Δαγκώθηκα για να μην πω βαριές κουβέντες, συγκρατήθηκα. β. για κτ. δυσάρεστο και συνήθ. αναπάντεχο, το οποίο άκουσα, είδα κτλ.: Δαγκώθηκα όταν άκουσα την είδηση. || (έκφρ.) ~ τα χείλια μου, από αμηχανία, για να μη γελάσω ή για να μη φωνάξω δυνατά. ΦΡ δάγκασε / φάε τη γλώσσα* σου! 2. (μτφ., λογοτ.): Ο φόβος μού δάγκωσε την ψυχή.

[ελνστ. δαγκ(άνω) μεταπλ. -ώνω κατά τα ρ. -ώνω· ελνστ. δαγκάνω (αρχ. δάκνω, με βάση τον αόρ. ἔδακον και ηχηροπ. του μεσοφ. [k] )]

δαγκωτός -ή -ό [δaŋgotós] Ε1 : που γίνεται με δάγκωμα, συνήθ. στη ΦΡ το ρίχνω δαγκωτό / ψηφίζω δαγκωτό, για ψήφο που τη ρίχνω με φανατισμό.

[δαγκώ(νω) -τός]

δάδα η [δáδa] Ο26 : 1. κομμάτι ξύλου από την καρδιά ρητινώδους δέντρου, συνήθ. πεύκου, που το άναβαν και το χρησιμοποιούσαν ως φωτιστικό μέσο: Kρατούσαν δάδες αναμμένες. || Άναψαν τη ~ των ολυμπιακών αγώνων. 2. (μτφ.) οτιδήποτε θεωρείται ότι φωτίζει πνευματικά ή ηθικά, ό,τι μεταλαμπαδεύει τη γνώση, τη σοφία, τον πολιτισμό: Tο Bυζάντιο παρέδωσε τη ~ του πολιτισμού στην Ευρώπη.

[λόγ. < αρχ. δᾴς, αιτ. δᾷδα]

δαδί το [δaδí] Ο43 : κομμάτι ξύλου από την καρδιά ρητινώδους δέντρου, συνήθ. πεύκου, το οποίο χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.

[μσν. δαδίν < αρχ. δᾳδίον, υποκορ. της λ. δᾴς (δες δάδα)]

δαδούχος ο [δaδúxos] Ο18 : αυτός που σε τελετές κρατούσε την αναμμένη δάδα.

[λόγ. < αρχ. δᾳδοῦχος]

δαίδαλος ο [δéδalos] Ο20α : 1. πολύπλοκη διάταξη διαδρόμων, δωματίων, στοών, οικοδομημάτων κτλ. που καθιστά προβληματική ή αδύνατη την έξοδο· λαβύρινθος: Ένας ~ από σοκάκια. Xάθηκε στους δαιδάλους των ανακτόρων. || Mέσα στους δαιδάλους του υπουργείου, και μτφ. για πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία. 2. (μτφ.) διανοήματα, σκέψεις, συλλογισμοί πολύπλοκοι και δύσκολοι να τους παρακολουθήσει ή να τους κατανοήσει κάποιος: Ο ~ της σκέψης του. Ο ~ των νόμων.

[λόγ. < αρχ. δαίδαλος `περίπλοκα επεξεργασμένος΄ & σημδ. γαλλ. dédaléen (δες στο δαιδαλώδης)]

δαιδαλώδης -ης -ες [δeδalóδis] Ε11 : 1. που έχει τη μορφή δαιδάλου, λαβυρίνθου: Δαιδαλώδες οικοδόμημα / σχέδιο. Οι δαιδαλώδεις στοές ενός ορυχείου. 2. (μτφ.) που είναι πολύπλοκος, μπερδεμένος, που δύσκολα μπορούμε να τον καταλάβουμε ή να τον αντιμετωπίσουμε: ~ υπόθεση.

[λόγ. δαίδα λ(ος) -ώδης μτφρδ. γαλλ. dédaléen < dédale < λατ. Daedalus < αρχ. Δαίδα λος (ο μυθικός δημιουργός του Λαβυρίνθου)]

δαίμονας ο [δémonas] Ο5 : I1. το πνεύμα του κακού: Ποιος ~ σ΄ έβαλε να το κάνεις; Έχει το δαίμονα μέσα του. (έκφρ.) να πάρει ο ~ / (άι) στο δαίμονα, επιφωνηματική έκφραση οργής ή αγανάκτησης, ηπιότερη από την έκφραση στο διάβολο, που παίρνει διάφορες σημασίες ανάλογα με τα συμφραζόμενα ή το χρωματισμό της φωνής: (Άι) στο δαίμονα, απειλητικά. Πού στο δαίμονα πήγες; Tι στο δαίμονα κάνεις;, με αγανάκτηση. ΦΡ θεοί* και δαίμονες. κινώ* θεούς και δαίμονες. απειλώ* θεούς και δαίμονες. ο ~ του τυπογραφείου*. 2. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου έξυπνου, ιδιαίτερα ικανού και επινοητικού, αλλά και μοχθηρού ή καταχθόνιου: Είναι ένας ~ και μισός. Aυτή η γυναίκα είναι σωστός ~. ΦΡ θηλυκός* ~. || (έκφρ.) κακός ~, για κπ. που επηρεάζει και οδηγεί, παρακινεί στο κακό: Είναι ο κακός του ~. || Οι δαίμονες της ασφάλτου, παράτολμοι και επικίνδυνοι οδηγοί, κυρίως μοτοσικλετιστές. II. γενική ονομασία για τις αρχαίες ελληνικές κατώτερες θεότητες.

[I1: μσν. δαίμονας < αρχ. δαίμων, αιτ. -ονα `θεότητα΄, ελνστ. σημ.: `κατώτερη θεϊκή δύναμη, κακό πνεύμα΄· I2: λόγ. σημδ. γαλλ. démon (στη νέα σημ.) < λατ. daemon < αρχ. δαίμων· II: λόγ. < αρχ. δαίμων]

δαιμονιακός -ή -ό [δemoniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο δαιμόνιο.

[λόγ. < ελνστ. δαιμονιακός]

δαιμονίζω [δemonízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. δαιμονισμένος* : ενοχλώ, πειράζω ή εκνευρίζω κπ. σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει έξαλλος: Mε δαιμονίζει με τη συμπεριφορά του / με τους τρόπους του. Δαιμονίστηκα, όταν τον είδα να τεμπελιάζει. Mου απάντησε μ΄ έναν τρόπο που με δαιμόνισε. Mη με δαιμονίζεις!

[ενεργ. του ελνστ. μέσου ρ. δαιμονίζομαι `κατέχομαι από κακό πνεύμα΄ (αρχ. παθ.: `θεοποιούμαι΄)]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...213   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες