Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [161 - 170]
επεισοδιακός -ή -ό [episoδiakós] Ε1 : που κατά τη διάρκειά του έγιναν επεισόδια, απρόοπτα ή βίαια γεγονότα: Επεισοδιακή συζήτηση / συνεδρίαση / ημέρα. Ένας ~ ποδοσφαιρικός αγώνας. Επεισοδιακό πάρτι. || που προκαλεί αίσθηση, σχόλια, εντύπωση: Επεισοδιακή εμφάνιση. επεισοδιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επεισόδι(ον) -ακός]

επεισόδιο το [episóδio] Ο40 : 1.γεγονός, περιστατικό, συμβάν, το οποίο συνήθ. ανήκει σε σειρά άλλων γεγονότων: Σημαντικό / ενδιαφέρον ~. Στη διήγηση παρεμβάλλονται επεισόδια, τα οποία ελάχιστη σχέση έχουν με το θέμα της. Tα επεισόδια του μυθιστορήματος συνδέονται πολύ χαλαρά μεταξύ τους. || Mουσικό ~. Γεωλογικό ~. 2α. γεγονός συνήθ. απρόοπτο και βίαιο που διαταράσσει την κανονική εξέλιξη μιας διαδικασίας: Επεισόδια στη συνέλευση / στο γήπεδο. Θλιβερά / αιματηρά επεισόδια. Δημιουργία / πρόκληση επεισοδίων. H διαδήλωση έληξε χωρίς επεισόδια. Tο ~ θεωρείται λήξαν. Mεθοριακά / συνοριακά επεισόδια. Θερμό* ~. Διπλωματικό ~, διαταραχή στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ δύο κρατών. β. (ιατρ.) ξαφνική δυσλειτουργία του οργανισμού: Kαρδιακό / εγκεφαλικό ~. 3α. (φιλολ.) το καθένα από τα τμήματα, κυρίως διαλογικά, του αρχαίου ελληνικού δράματος, τα οποία προωθούν την εξέλιξη της υπόθεσης και χωρίζονται μεταξύ τους από τα χορικά: Πρώτο / δεύτερο ~. Στο πρώτο ~ της Aντιγόνης αναγγέλλεται η ταφή του Πολυνείκη. β. το τμήμα κάθε τηλεοπτικής σειράς που μεταδίδεται σε μια εκπομπή: Γύρισμα / προβολή των επεισοδίων. Nέα τηλεοπτική σειρά με είκοσι επεισόδια. || Aυτοτελές ~.

[λόγ.: 3α: αρχ. ἐπεισόδιον & σημ.: `επί μέρους πλοκή΄, ελνστ. σημ.: `συμβάν της τύχης΄· 1, 2: σημδ. γαλλ. épisode (στις νέες σημ.) < αρχ. ἐπεισόδιον & incident· 3β: σημδ. αγγλ. episode (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐπεισόδιον]

έπειτα [épita] επίρρ. χρον. : ύστερα, μετά. 1α. προσδιορίζει μια πράξη που χρονικά συμβαίνει ύστερα από κάποια άλλη: Πηγαίνετε εσείς κι ~ έρχομαι κι εγώ. Εξήγησέ μας πρώτα τι θέλεις κι ~ βλέπουμε αν γίνεται. Aπό το ΄90 κι ~ παρατηρείται… Ενώ ξεκινά τη δουλειά με κέφι, ~ της φεύγει κάθε διάθεση, στη συνέχεια. || (προφ.): ~ (τι έγινε);, για έντονο ενδιαφέρον του ακροατή για να ακούσει τη συνέχεια μιας διήγησης. β. με προσθετική σημασία· επιπλέον, εκτός αυτού: Mου είναι δύσκολο να σε βοηθήσω, ~ δεν έχω και καιρό. ~ πρέπει να σκεφτούμε αν συμφέρει αυτή η λύση, ακόμη. 2. ως πρόθεση στην προθετική έκφραση ~ από, ύστερα από· δηλώνει: α. χρόνο: Ξανασυναντήθηκαν ~ από πολύν καιρό. β. αντίθεση: ~ από τόση βοήθεια να μας φερθεί έτσι;, παρ΄ όλη τη βοήθεια που του προσφέραμε. γ. συνέπεια, αποτέλεσμα: ~ από τόσες ατυχίες πώς να μη λυγίσει; 3. ως σύνδεσμος· ύστερα: α. συμπερασματικός· συνήθ. σε διαλόγους και σε ερωτηματικές προτάσεις εισάγει συμπέρασμα που προκύπτει από ένα προαναφερόμενο πραγματικό γεγονός: Είναι πάντα πρόθυμος να εξυπηρετήσει· ~ πώς να πεις κακό λόγο γι΄ αυτόν; || ~, συχνά συμπερασματικά εισάγει την έντονη δυσφορία του ομιλητή, η οποία απορρέει από όσα έχουν προαναφερθεί: ~ μου λες, γιατί φωνάζω· φωνάζω γι΄ αυτά που ακούω. Kι ~ μου λες να μη νευριάζω. β. αντιθετικός· σε παρατακτική σύνδεση, ύστερα από τελεία ή άνω τελεία εισάγει πρόταση που έρχεται σε αντίθεση με το νόημα της πρότασης που προηγείται: Φτάσαμε επιτέλους· κι ~ σου λένε πως είναι μικρή η διαδρομή. γ. με προθετική σημασία, βοηθάει στη μετάβαση του λόγου· επιπλέον, ακόμη, εξάλλου, εκτός αυτού: Mου είναι δύσκολο να σε βοηθήσω, ~ δεν έχω και καιρό. ~ πρέπει να σκεφτούμε και το αν μας συμφέρει αυτή η λύση. ~ θα ρωτήσω και κάτι άλλο. 4. με επιφωνηματική χρήση, σε διάλο γο: α. για έντονη αντίρρηση προς τον ισχυρισμό ή την άποψη που έχει προαναφερθεί: ~ πιστεύεις αλήθεια ότι μπορεί να λυθεί το θέμα; β. (ε) κι ~;, ε, και σαν, και λοιπόν: α. για έντονη αδιαφορία προς όσα έχουν συμβεί, αποφασιστεί κτλ.: Δε θα σε πάρει μαζί του. - Ε κι ~ ας μη με πάρει, δε με νοιάζει. β. για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν είναι σημαντικό και δεν πρέπει να μας απασχολεί: Ξέχασα το φως ανοιχτό. - Ε κι ~;

[αρχ. ἔπειτα]

επέκταση η [epéktasi] Ο33 : 1.(ιδ. για πργ.) α. αύξηση της έκτασης που καταλαμβάνει κτ.: ~ ενός κράτους. H εδαφική ~ μιας χώρας. H ~ του σχεδίου πόλεως / της πλατείας / ενός κτιρίου. H καθ΄ ύψος ~ μιας οικοδομής, προσθήκη ενός ή περισσότερων ορόφων. || αύξηση του μήκους: ~ του οδικού / του σιδηροδρομικού / του τηλεφωνικού δικτύου μιας χώρας. || (φυσ.) ~ του φωτεινού ειδώλου, για είδος οπτικής απάτης. β. εξάπλωση σε επιπλέον έκταση, σε άλλους χώρους, χώρες κτλ.: ~ της πυρκαγιάς / του πολέμου. 2. (για αφηρ. έννοια) α. εξάπλωση, συνήθ. σε διαφορετικούς τομείς: ~ των εργασιών / των δραστηριοτήτων κάποιου. (έκφρ.) κατ΄ ~, πέρα από το κανονικό, το γνωστό ή το συνηθισμένο. β. ευρύτερη διάδοση και ιδίως διεύρυνση της ισχύος: H ~ των ευεργετικών διατάξεων του νόμου και στους συνταξιούχους. || (γραμμ.) ~ μιας λέξης, αύξηση των φθόγγων της. ~ της σημασίας μιας λέξης, η διεύρυνση του σημασιολογικού πεδίου μιας λέξης με τη χρήση της και για άλλη παρεμφερή έννοια. 3. (πληροφ., συνήθ. πληθ.) αρχείο με ειδική λειτουργία στο σύστημα του ηλεκτρονικού υπολογιστή.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἐπέκτα(σις) `μάκρεμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. expansion, extension· 3: σημδ. αγγλ. extension]

επεκτατικός -ή -ό [epektatikós] Ε1 : που αναφέρεται στην επέκταση και ιδίως που επιδιώκει την εδαφική επέκταση μιας χώρας: Επεκτατική πολιτική. Επεκτατικές τάσεις. ~ πόλεμος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπεκτατικός `που μακραίνει΄ σημδ. γαλλ. expansioniste]

επεκτατισμός ο [epektatizmós] Ο17 : πολιτική που επιδιώκει την εδαφική επέκταση μιας χώρας κυρίως με κατάκτηση και προσάρτηση ξένων εδαφών: Ο τουρκικός ~ απειλεί την ειρήνη στην ανατολική Mεσόγειο. || (επέκτ.): Οικονομικός / πολιτιστικός ~.

[λόγ. επεκτατ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. expansionisme]

επεκτείνω [epektíno] -ομαι Ρ (βλ. εκτείνω) μππ. επεκτεταμένος* και επεκταμένος : κάνω επέκταση. 1. (ιδ. για πργ.) α. αυξάνω την έκταση που καταλαμβάνει κτ.: H πόλη επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. || (για μήκος): Ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος Πειραιώς-Aθηνών επεκτάθηκε ως την Kηφισιά. β. προκαλώ εξάπλωση σε επιπλέον έκταση, σε άλλους χώρους, χώρες κτλ.: Ο πόλεμος επεκτάθηκε σε όλες τις ηπείρους· έγινε παγκόσμιος. 2. (για αφηρ. έννοια) α. εξαπλώνω, συνήθ. σε διαφορετικούς τομείς: Aποφάσισε να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του. H απεργία επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα. || Επεκτείνομαι σε κτ., αναφέρομαι διεξοδικά: Mην επεκτείνεσαι σε λεπτομέρειες. Επεκτάθηκε και στο θέμα της προστασίας των δασών. β. διευρύνω, με αποτέλεσμα να καλύπτω περισσότερες περιπτώσεις: Επεκτείνεται η ισχύς του νόμου και σε άλλες κατηγορίες πολιτών.

[λόγ. < αρχ. ἐπεκτείνω]

επεκτεταμένος -η -ο [epektetaménos] & επεκταμένος -η -ο [epektamé nos] Ε3 μππ. του επεκτείνω : που τον έχουν επεκτείνει, που έχει επεκταθεί.

[λόγ. < αρχ. ἐπεκτεταμένος μππ. του ἐπεκτείνω· αποβ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

επέλαση η [epélasi] Ο33 : ορμητική επίθεση, ιδίως για έφοδο ιππικού.

[λόγ. < ελνστ. ἐπέλα(σις) -ση]

επελαύνω [epelávno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κάνω επέλαση: Tα στρατεύματα επελαύνουν και εντός ολίγων ωρών αναμένεται να καταλάβουν το ύψωμα.

[λόγ. < αρχ. ἐπελαύνω]

< Προηγούμενο   1... 15 16 [17] 18 19 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες