Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαρτόνι το [xartóni] Ο44 : πολύ χοντρό και σκληρό χαρτί: Λεπτό / χοντρό ~. Kουτί από ~.
χαρτονάκι το YΠΟKΟΡ. [αντδ. < βεν. carton (στη νέα σημ.) -ι < λατ. charta < αρχ. χάρτης ( [k > x] από επίδρ. της λ. χαρτί)]