Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδροληψία η [iδrolipsía] Ο25 : η προμήθεια νερού (συνήθ. χωρίς τη μεσολάβηση δικτύου): Tα πυροσβεστικά αεροπλάνα κάνουν ~ από τη θάλασσα.
[λόγ. υδρο- + -ληψία]