Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιτώνω
1 εγγραφή
τσιτώνω [tsitóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) τεντώνω κτ. πολύ καλά : ~ το σεντόνι / την κουβέρτα για να μη ζαρώνει. Tσίτωσε τ΄ αυτιά του για ν΄ ακούσει καλά. Tσιτώθηκε το δέρμα της από το πάχος. Tσιτωμένα μάγουλα, φουσκωμένα. ΦΡ ~ τ΄ αυτιά μου· ΣYN ΦΡ τεντώνω τ΄ αυτιά μου. τα τσίτωσε, πέθανε· ΣYN ΦΡ τα τέζαρε.

[ίσως τουρκ. (διαλεκτ.) çit(i-) `ενώνω σφιχτά΄ -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες