Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τελολογία η [telolojía] & τελεολογία η [teleolojía] Ο25 : φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος, τα όντα και τα φαινόμενα έχουν μια προκαθορισμένη σκοπιμότητα.
[λόγ. < νλατ. teleologia < αρχ. τελεο- (θ. του τέλος) στη σημ. `εκπλήρωση΄ και αντικατάσταση τελεο- > τελο-]