Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σινεμά
3 εγγραφές [1 - 3]
σινεμά το [sinemá] Ο (άκλ.) : κινηματογράφος: Tι παίζει σήμερα στο ~ της γειτονιάς σου; σινεμαδάκι το YΠΟKΟΡ: Πάμε κανένα ~;

[λόγ. < γαλλ. cinéma σύντμ. του cinéma(tographe) = κινηματογράφος]

σινεμάς ο [sinemás] Ο1 : (προφ.) σινεμά.

[< σινεμά -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]

σινεμασκόπ το [sinemaskóp] Ο (άκλ.) : μέθοδος κινηματογράφησης και προβολής μιας ταινίας σε πολύ μεγάλη οθόνη.

[λόγ. < γαλλ. cinémascope σήμα κατατ. < cinéma = σινεμά + -scope < αρχ. σκοπῶ `παρατηρώ΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες