Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεισμολόγος
1 εγγραφή
σεισμολόγος ο [sizmolóγos] Ο18 θηλ. σεισμολόγος [sizmolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη σεισμολογία.

[λόγ. < γαλλ. séismologue < séismo(logie) = σεισμο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες