Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολικός
1 εγγραφή
πολικός -ή -ό [polikós] Ε1 : που αναφέρεται σε έναν ή και στους δύο πόλους της γης: Πολικές περιοχές, η αρκτική και η ανταρκτική. Πολική μέρα / νύχτα, διάστημα έξι μηνών, κατά το οποίο επικρατεί (διαδοχικά) μέρα / νύχτα στην περιοχή των δύο πόλων. Πολικοί πάγοι, οι όγκοι παγωμένου νερού που καλύπτουν τις πολικές περιοχές. ~ αστέρας, το λαμπρότερο άστρο της Mικρής Άρκτου, που δείχνει το βορρά. Πολικό κλί μα, το κλίμα των περιοχών γύρω από τους πόλους. Πολικό ψύχος, υπερβολικό κρύο. Πολική αρκούδα, λευκή αρκούδα, που ζει στις αρκτικές περιοχές. || (αστρον.) ~ άξονας, ο άξονας περιστροφής ενός ουράνιου σώματος. || (γεωδαισία) πολικές συντεταγμένες, σύστημα συντεταγμένων, που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό ενός σημείου στο χώρο.

[λόγ. πόλ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. polaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες