Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οντολογικός -ή -ό [ondolojikós] Ε1 : (φιλοσ.) που αναφέρεται στην οντολογία ή στο ον, όπως αυτή το μελετά: Οντολογική πρόταση, που περιέχει κρίση για ένα ον. Οντολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού, που στηρίζεται στην ανάλυση των ιδιοτήτων του Θεού.
[λόγ. < γαλλ. ontologique < ontolog(ie) = οντολογ(ία) -ique = -ικός]