Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οθωμανικός -ή -ό [oθomanikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους Οθωμανούς Tούρκους: Οθωμανικό κράτος ή Οθωμανική Aυτοκρατορία, που καταλύθηκε το 1920 και αντικαταστάθηκε από την Tουρκική Δημοκρατία. Οθωμανικό δίκαιο. || (ως ουσ., χυδ.) το οθωμανικό, ο σοδομισμός.
[λόγ. μσν. Οθωμαν(ός) -ικός < αραβ. `Οthmān -ός, από το όνομα του ιδρυτή της δυναστείας (Οθμάν, Οσμάν)]